Τι σημαίνει το voz στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης voz στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voz στο ισπανικά.

Η λέξη voz στο ισπανικά σημαίνει φωνή, φωνή, φωνή, φωνή, φωνή, ηχηροποίηση, εκφορά, ήχος, λόγος, διστακτικά, ψιθυριστά, τρεμουλιαστά, παθητικοποίηση, επιδεικνύω, προβάλλω, παθητική φωνή, μήνυμα, λέω κτ ξεψυχισμένα, διαβάζω, χαμηλά, σιγανά, ηγεσία, αρχηγία, συζητιέμαι, στριγκλίζω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ, γλυκομίλητος, μουγγός, δυνατά, φωναχτά, σφιχτά, καθαρά και δυνατά, δυνατά, ομόφωνα, χαμηλόφωνα, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, με μπάσα φωνή, με τραχιά φωνή, σιγανά, χαμηλός τόνος, τηλεφωνητής, άτομο που έχει τραχιά φωνή, μουρμούρης, αφήγηση, αφανής εταίρος, φωτεινό παράδειγμα, ψιλή φωνή, χαμηλή φωνή, παθητική φωνή, απαλή φωνή, τόνος της φωνής, μικρή ομάδα ατόμων που εκδηλώνουν με έντονο τρόπο την διαμαρτυρία τους, φωνητική χροιά, χροιά φωνής, κοινή γνώμη, ωραία φωνή, σύστημα σύνθεσης ομιλίας, ηθοποιός φωνής, φωνή της λογικής, αυτός που κράζει, φωνή μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνητικές κλήσεις μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνή μέσω IP, φωνητικά, ξεροβήχω, τραγουδώ πιο δυνατά, υποστηρίζω, μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ, μιλάω πιο δυνατά, κάνω κουμάντο, στέλνω μήνυμα, διαδίδω τα νέα, λέω κτ δυνατά, σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά, κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά, κάνω ησυχία, μιλώ πιο δυνατά, παθητικοποιώ, διαβάζω δυνατά, τραγουδώ δυνατά, φωνάζω, λέω φωναχτά, φωνάζω, διαβάζω δυνατά, που μιλάει με τρεμάμενη φωνή, σιγά, σιγανά, δυνατά, φωναχτά, από στόμα σε στόμα, μπάσα φωνή, βροντερός, δυνατός, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, προφορικός, δυνατά, τηλεφωνητής, χάνω ένταση, τρέμει η φωνή μου, φωνάζω, βραχνά, φωνάζω σε κπ, διαβάζω, που δεν έχει φωνή, που η φωνή του δεν μπορεί να ακουστεί, στεντόρειος, με φωνητική ενεργοποίηση, δυνατά, βραχνά, βραχνά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης voz

φωνή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su voz era alta y potente.
Η φωνή του ήταν δυνατή και έντονη.

φωνή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de gritar en el juego de básquet, perdió su voz por los siguientes dos días.

φωνή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta oración está escrita en voz pasiva.

φωνή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella tiene una de las mejores voces del grupo.

φωνή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cantaba como tercera voz.

ηχηροποίηση

nombre femenino (lingüística) (στη γλωσσολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su habla era tranquila pero clara.

ήχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Cómo ajustas el audio con este control remoto?
Πώς αλλάζεις τον ήχο με αυτό το τηλεχειριστήριο;

λόγος

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los padres decidieron que era hora de ir a dormir, y los niños no tenían ni voz ni voto en el asunto.

διστακτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aunque no hablaba inglés de manera fluida, la mujer lo hablaba titubeando.

ψιθυριστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Susurrando, la niña asustada dijo que lo sentía.

τρεμουλιαστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παθητικοποίηση

(ρήματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιδεικνύω, προβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παθητική φωνή

(gramática) (γραμματική)

Trata de no abusar de las oraciones pasivas.
Προσπάθησε να μην το παρακάνεις με προτάσεις στην παθητική φωνή στα αγγλικά.

μήνυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Por favor, discúlpame mientras escucho los mensajes en la contestadora.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Περίμενε σε παρακαλώ ένα λεπτό να ακούσω τα μηνύματα στον τηλεφωνητή μου.

λέω κτ ξεψυχισμένα

Sarah estaba débil por su enfermedad, pero se las arregló para susurrarle a su hijo sus últimos deseos.

διαβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella nos leyó el chiste.
Μας διάβασε το ανέκδοτο.

χαμηλά, σιγανά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Habló bajo para que nadie pudiera oírlo.
Μίλησε χαμηλόφωνα (or: σιγανά) για να μην τον ακούσει κανείς.

ηγεσία, αρχηγία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dirigir no es su punto fuerte. Él es un pensador.
Η ηγεσία (or: αρχηγία) δεν είναι το καλύτερό του. Είναι στοχαστής.

συζητιέμαι

(idea) (για ιδέα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στριγκλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"¿Eso es lo mejor que tienes?" chilló el hombre.

ανακοινώνω, γνωστοποιώ

(medios)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mañana después del desastre, todos los periódicos publicaron la historia.

γλυκομίλητος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me sorprendí cuando mi hermana, en general de voz suave, empezó a gritarme.

μουγγός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La operación de las cuerdas vocales de Ben lo dejó sin voz.

δυνατά, φωναχτά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ana leyó la historia en voz alta para la clase.
Η Άννα διάβασε την ιστορία φωναχτά για την τάξη.

σφιχτά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καθαρά και δυνατά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si hablas entre dientes no entiendo nada, habla en voz alta y claramente.

δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dios mío, ¿dije eso en voz alta? Creí haberlo dicho para mis adentros.
Θεέ μου, το είπα δυνατά αυτό; Ήταν απλώς μια σκέψη.

ομόφωνα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuando se nos pidió que votáramos la resolución, todos respondimos a favor a una voz.

χαμηλόφωνα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hablaban en voz baja así que solo capté alguna que otra frase aislada.

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

locución adverbial (coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ραλφ! Έλα εδώ αμέσως (or: τώρα) αλλιώς θα σε δείρω! Σταμάτα αυτή την στιγμή!

με μπάσα φωνή, με τραχιά φωνή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"¿Quién se sentó en mi silla?" dijo Papá Oso con voz ronca.

σιγανά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χαμηλός τόνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τηλεφωνητής

(συσκευή)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άτομο που έχει τραχιά φωνή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μουρμούρης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αφήγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En la pantalla vemos imágenes de guerra, mientras el narrador lee en voz en off algunos diarios de los soldados.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το ντοκυμαντέρ υπάρχει και με ελληνικό voice over για όσους δεν μπορούν να διαβάσουν τους υπότιτλους.

αφανής εταίρος

Papá es solo un socio sin voz ni voto en el negocio, nunca se involucra en la toma de decisiones.

φωτεινό παράδειγμα

locución nominal femenina (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nelson Mandela fue la voz cantante de Sudáfrica durante una época muy difícil de la historia del país.

ψιλή φωνή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La hermosa voz aguda del joven empezó a cambiar cuando entró en la pubertad.

χαμηλή φωνή

nombre femenino

Reveló su plan en voz baja para que nadie lo escuchara.
Αποκάλυψε το πλάνο του με χαμηλή φωνή ώστε μην ακουστεί. Μίλησε με τόσο χαμηλή φωνή που μετά βίας μπορούσα να τον ακούσω.

παθητική φωνή

locución nominal femenina (gramática) (γραμματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Algunos manuales de estilo recomiendan evitar la voz pasiva siempre que sea posible.

απαλή φωνή

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τόνος της φωνής

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se dio cuenta, por su tono de voz, de que ella estaba realmente enfadada.

μικρή ομάδα ατόμων που εκδηλώνουν με έντονο τρόπο την διαμαρτυρία τους

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los protestantes contrarios a la circunvalación del pueblo eran una voz minoritaria.

φωνητική χροιά, χροιά φωνής

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινή γνώμη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay que escuchar la voz del pueblo si se quiere gobernar con coherencia.

ωραία φωνή

Tiene una hermosa voz pero desafina.

σύστημα σύνθεσης ομιλίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηθοποιός φωνής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

φωνή της λογικής

nombre femenino (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Juan siempre es la voz de la razón en el grupo.

αυτός που κράζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωνή μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνητικές κλήσεις μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνή μέσω IP

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φωνητικά

nombre femenino (τραγούδι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La mezzo que cantaba la segunda voz prácticamente tapaba a la soprano por su potencia.

ξεροβήχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El mayordomo se aclaró la garganta respetuosamente.

τραγουδώ πιο δυνατά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los cantantes elevaron sus voces en el último verso.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se supone que este político alzará la voz en defensa de los obreros.

μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todos tuvieron voz en la toma de decisiones.

μιλάω πιο δυνατά

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor alza la voz. No puedo oírte muy bien.

κάνω κουμάντο

expresión (ηγούμαι στο σπίτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En nuestra familia mi madre es quien lleva la voz cantante, no mi padre.

στέλνω μήνυμα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαδίδω τα νέα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Corran la voz, la casa García regala sus productos!

λέω κτ δυνατά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά

(informal)

κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mejor hablemos más bajo o vamos a despertar al bebé.

κάνω ησυχία

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor, bajad la voz, que no se oye nada.

μιλώ πιο δυνατά

locución verbal (insolentarse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡No le voy a permitir que me levante la voz! ¡¿Quién se ha creído Ud. que es?!

παθητικοποιώ

(γραμματική: για ρήμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάζω δυνατά

τραγουδώ δυνατά

Me gusta cantar a voz en cuello cuando manejo.

φωνάζω

Η δασκάλα της είπε να σηκώνει το χέρι της αντί να φωνάζει την απάντηση.

λέω φωναχτά, φωνάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάζω δυνατά

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me leyó en voz alta la carta por teléfono.
Μου διάβασε δυνατά το γράμμα από το τηλέφωνο.

που μιλάει με τρεμάμενη φωνή

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con la voz temblorosa, el hombra no lograba armar una oración completa.

σιγά, σιγανά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tom y Lucy estaban hablando en voz baja para no molestar a Jean, que seguía trabajando.
Ο Τομ και η Λούσι μιλούσαν χαμηλόφωνα για να μην ενοχλήσουν τη Τζιν, η οποία δούλευε ακόμα.

δυνατά, φωναχτά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los cinéfilos evitaron hablar en voz alta durante el show.
Οι θεατές στην ταινία απέφυγαν να μιλήσουν δυνατά κατά τη διάρκειά της παράστασης.

από στόμα σε στόμα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μπάσα φωνή

nombre femenino

Normalmente los hombres tienen una voz baja y las mujeres una voz más alta.

βροντερός, δυνατός

(φωνή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεβάζω τον τόνο της φωνής

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No le levantes la voz a tu madre, jovencito.

προφορικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Darren gritó muy alto cuando vio una enorme araña en su brazo.

τηλεφωνητής

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi buzón de voz está lleno. Necesito borrar algunos mensajes.

χάνω ένταση

verbo transitivo (για φωνή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy tan cansada que hasta pierdo la voz.

τρέμει η φωνή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
María hablaba con la voz temblorosa mientras trataba de no llorar.

φωνάζω

locución verbal (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dijo los nombres en voz alta y nosotros los anotamos.
Φώναξε τα ονόματα στη λίστα και εμείς τα σημειώσαμε.

βραχνά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φωνάζω σε κπ

Si no le grito a los niños no me prestan atención.
Αν δεν φωνάξω (or: βάλω τις φωνές) στα παιδιά, δεν με προσέχουν.

διαβάζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La maestra leyó en voz alta y los niños escucharon.
Ο δάσκαλος διάβαζε και τα παιδιά άκουγαν.

που δεν έχει φωνή, που η φωνή του δεν μπορεί να ακουστεί

locución adjetiva (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El objetivo de Sara es ayudar a las víctimas sin voz a lograr justicia.

στεντόρειος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με φωνητική ενεργοποίηση

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por favor, lee el texto en voz alta para el resto de la clase.

βραχνά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βραχνά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Jenna hablaba con voz ronca porque tenía un resfrío.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voz στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του voz

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.