Τι σημαίνει το grupo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grupo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grupo στο ισπανικά.

Η λέξη grupo στο ισπανικά σημαίνει συλλογή, ομάδα, ομάδα, όμιλος, συγκρότημα, ομάδα, ομάδα, κλίκα, κατηγορία, ομάδα, παρέα, ομάδα, παρέα, συνεργείο, δεξαμενή, συρροή, ομάδα, παρέα, ομάδα, σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων, κοινοπραξία, ομάδα, κόσμος, ομάδα, παρέα, ομάδα, παρέα, γενιά, ορχήστρα, ομάδα, μπάντα, συγκέντρωση, συνάθροιση, πλήθος, σμήνος, κύκλος, μάζα, συγκέντρωση, συνάθροιση, κατηγορία, ομάδα, παρέα, παρέα, ράτσα, σπείρα, συμμορία, κοινότητα, τμήμα, παρτίδα, παρέα, κλαμπ, στοιχείο, κύκλος, τάξη, συγκρότημα, γεννήτρια, συναντήσεις για παιχνίδι υπό επίβλεψη ενήλικα, μειονοτική ομάδα, παραστρατιωτική οργάνωση, δυναμικό, τεχνητός, στην ίδια κατηγορία, λομπίστας, ομάδα συζητήσεων, ομαδισμικό, τραγούδι, ομάδα συζήτησης, ελίτ, τιμή για ομάδες, τιμή για γκρουπ, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, ηλικιακή ομάδα, ομάδα αίματος, λέσχη βιβλίου, φράξια, φατρία, σέχτα, κλίκα, ανθρώπινο δείγμα σε έρευνα, ομαδική θεραπεία, οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, νησιωτικό σύμπλεγμα, μπάντα τζαζ μουσικής, μπάντα με αυτοσχέδια μουσικά όργανα, μαζική αυτοκτονία, ομαδική αυτοκτονία, θρησκευτική συνάντηση, ομάδα άσκησης πολιτικής πίεσης, βασική ομάδα, ομάδα αποστατών/διασπαστών, φράξια, ομάδα με συγκεκριμένο καθήκον, επιστημονικό επιτελείο, ομάδα Α, ομάδα Β, ομάδα μηδέν, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ομάδα συνομηλίκων, κοινωνική πίεση, ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος, κέντρο νέων, κύκλος, κυνηγετική ομάδα, υποψήφιοι ένορκοι, γλωσσικός κλάδος, μέταλλο της ομάδας του λευκόχρυσου, κοπάδι δελφινιών, ομάδα έργου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grupo

συλλογή

nombre masculino (αντικειμένων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este grupo de monedas es de Francia.
Αυτή η συλλογή κερμάτων είναι από τη Γαλλία.

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo un grupo de amigos que sale de copas todo el tiempo.
Έχω μια παρέα φίλων που βγαίνουν συνέχεια σε μπαρ.

ομάδα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Presidente siempre está rodeado por un grupo de gente.

όμιλος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Este hotel es parte del Grupo Guinness.

συγκρότημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los Rolling Stones son mi conjunto (or: grupo) favorito.
Οι Rolling Stones είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα.

ομάδα

(persona)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El grupo de nuevos contratados está esperando en el vestíbulo.
Η ομάδα των νεοπροσληφθέντων περιμένει στην αίθουσα αναμονής.

ομάδα

(άνθρωποι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al lado de la puerta había un grupo de plantas exuberante.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το νησιωτικό σύμπλεγμα του Νοτίου Αιγαίου είναι από τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα.

κλίκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De improviso, las niñas populares le pidieron a Kate que almorzara con su grupo.

κατηγορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todas las personas en este grupo tienen el cabello rubio.

ομάδα, παρέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un grupo de adolescentes pasó charlando y riendo.

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de limpiar el patio, todo el equipo se fue a comer pizza.
Αφού καθαρίσαμε την αυλή, όλη η παρέα βγήκε έξω για πίτσα.

συνεργείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brian dirige un grupo de construcción
Ο Μπράιαν διηύθυνε ένα κατασκευαστικό συνεργείο.

δεξαμενή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay un gran grupo de solicitantes para este trabajo.
Η Σάρα ήταν μέλος της ομάδας πληκτρολόγησης.

συρροή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un grupo de vecinos salió en busca de los niños desaparecidos.

παρέα

(για φίλους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He hecho un nuevo grupo de amigos.

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un grupo de manifestantes se reunió en la plaza municipal.

σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων

nombre masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No hay una sola persona honesta entre el grupo.
Δεν υπάρχει ούτε ένας ειλικρινής άνθρωπος ανάμεσά τους.

κοινοπραξία

nombre masculino (de empresas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El grupo de exploración incluye dos grandes compañías perforadoras.

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un grupo de caballos tiraba del carruaje.

κόσμος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Mira ese grupo de gente! Son por lo menos veinte.
Κοίτα αυτόν τον κόσμο! Είναι τουλάχιστον είκοσι άτομα.

ομάδα, παρέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay diez personas en este grupo.

ομάδα, παρέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un grupo de chicas reía en el pasillo.

γενιά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un nuevo grupo de cocineros ha nacido en la escuela de cocina de elite.

ορχήστρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El grupo de instrumentos de viento de la universidad ofrecerá un recital gratuito esta noche.

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hannah se unió a un grupo de gente afín para hablar de filosofía.

μπάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había un conjunto de cuerda tocando en el restaurante.

συγκέντρωση, συνάθροιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλήθος

(de gente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La masa de fanáticos que había en el público era más escandalosa que la banda.

σμήνος

(pichones)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κύκλος

(μτφ: φίλοι, γνωστοί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi círculo es un grupo muy unido.
Ο κύκλος μου είναι μια πολύ δεμένη ομάδα.

μάζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cepa del árbol tenía una gran masa de suciedad colgando de ella.

συγκέντρωση, συνάθροιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατηγορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En la categoría de edad de 12 a 14 años hay diez competidores.
Στην ηλικιακή κατηγορία δώδεκα με δεκατέσσερα, υπάρχουν δέκα αντίπαλοι.

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestra tropa tiene un campamento el próximo fin de semana.

παρέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestro clan en la escuela es un grupo unido y amigable.

παρέα

(gente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dile a esa banda que la tienda cierra en diez minutos.
Πες σε εκείνη εκεί την παρέα ότι το μαγαζί κλείνει σε δέκα λεπτά.

ράτσα

(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los políticos son una raza de no fiar.
Οι πολιτικοί είναι αναξιόπιστη φάρα.

σπείρα, συμμορία

(de maleantes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía deshizo una banda de narcotraficantes.

κοινότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se unieron a la sociedad de artistas que vivía en la comuna.

τμήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Está en el ritmo acelerado de aprendizaje en la escuela.
Παρακολουθεί το εντατικό τμήμα στο σχολείο του.

παρτίδα

(divisiones)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las entradas fueron divididas en quince lotes.
Τα εισιτήρια ήταν χωρισμένα σε δεκαπέντε παρτίδες.

παρέα

(informal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jake estaba en la fiesta con sus hermanos y sus novias, la pandilla de siempre.

κλαμπ

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Todos los que estamos en el club de los mayores de 40 no tenemos que preocuparnos tanto por lo que la gente piensa de nosotros.

στοιχείο

(μεταφορικά, συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una facción de la multitud tenía la intención de causar problemas.
Μια ομάδα ατόμων ανάμεσα στο πλήθος είχε την πρόθεση να προκαλέσει ταραχές.

κύκλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En algunos círculos, se rumorea que el primer ministro va a renunciar.

τάξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rose está entre los mejores de la clase de francés.

συγκρότημα

(μουσικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El entretenimiento era un conjunto de jazz.

γεννήτρια

(ρεύματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenemos un generador porque siempre se corta la luz durante las tormentas.

συναντήσεις για παιχνίδι υπό επίβλεψη ενήλικα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
En la guardería, los niños cantaron canciones durante toda la mañana.

μειονοτική ομάδα

παραστρατιωτική οργάνωση

A los 22 se unió a unos paramilitares que vivían en una fortaleza en la montaña.
Στα 22 του προσχώρησε σε μια παραστρατιωτική οργάνωση που έδρευε σε ένα φρούριο στα βουνά.

δυναμικό

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fuerza de ventas de la empresa ha hecho un gran trabajo este año.

τεχνητός

(voz inglesa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην ίδια κατηγορία

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Los vencejos son aves que están en la misma categoría que la martineta y la golondrina.
Τα πετροχελίδονα είναι πουλιά που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα χελιδόνια και τις μαυροσταχτάρες. Είναι σαν να συγκρίνεις τα μήλα με τα πορτοκάλια, δεν ανήκουν ούτε καν στην ίδια κατηγορία.

λομπίστας

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El miembro de un grupo de presión concertó una cita con el congresista para hablar sobre el control de las armas de fuego.

ομάδα συζητήσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los miembros del grupo de noticias se debatían sobre laos candidatos presidenciales.

ομαδισμικό

(informática) (νεολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τραγούδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομάδα συζήτησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El grupo de debate se reunió para encontrarle soluciones al problema.

ελίτ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ingledew se acaba de unir a un grupo de élite de corredores, aquellos que ya ha corrido 100 maratones.

τιμή για ομάδες, τιμή για γκρουπ

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si nos juntamos 12 o más calificamos para una tarifa de grupo reducida.

ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos los grupos de interés están dificultando nuestro trabajo.

ηλικιακή ομάδα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los Baby Boomers están en el grupo de edad de los nacidos tras la Segunda Guerra Mundial.

ομάδα αίματος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λέσχη βιβλίου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi grupo de lectura se reúne los primeros lunes de cada mes para discutir un nuevo libro.

φράξια, φατρία, σέχτα, κλίκα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανθρώπινο δείγμα σε έρευνα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομαδική θεραπεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los grupos de presión consiguieron frenar el proyecto del Gobierno.

νησιωτικό σύμπλεγμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las Canarias y las Baleares son dos grupos de islas pertenecientes a España.

μπάντα τζαζ μουσικής

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Formó su propio grupo de jazz y está de gira por Europa.

μπάντα με αυτοσχέδια μουσικά όργανα

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαζική αυτοκτονία, ομαδική αυτοκτονία

Los miembros de la secta planearon un suicidio en grupo.

θρησκευτική συνάντηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No podré ir este domingo ya que a esa hora nos reuniremos los del grupo de oración.

ομάδα άσκησης πολιτικής πίεσης

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grupos de presión conservadores están poniendo trabas a la agenda del presidente.

βασική ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El nuevo presidente se reunió de un grupo estrecho de colaboradores de su entera confianza.

ομάδα αποστατών/διασπαστών, φράξια

(πολιτική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ομάδα με συγκεκριμένο καθήκον

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιστημονικό επιτελείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Acaban de publicarse las conclusiones y recomendaciones del comité de expertos sobre Bioética y Clonación.

ομάδα Α

(sangre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo sangre de grupo A.

ομάδα Β

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομάδα μηδέν

locución nominal masculina (sangre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El grupo O se suele denominar también "donante universal" o "universal" sin más.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(prisioneros)

ομάδα συνομηλίκων

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Del grupo de mi generación somos varios los que seguimos la universidad.

κοινωνική πίεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es muy difícil para los adolescentes resistir a la presión de grupo.
Οι έφηβοι το βρίσκουν δύσκολο να αντισταθούν στην κοινωνική πίεση.

ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος

verbo transitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En toda organización se debe fomentar el espíritu de grupo.

κέντρο νέων

nombre masculino (informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi agrupación juvenil hace actividades divertidas, tales como mirar películas y jugar baseball.

κύκλος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Πάντα είχα μεγάλο κύκλο.

κυνηγετική ομάδα

υποψήφιοι ένορκοι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλωσσικός κλάδος

nombre masculino

Yo no sabía que el rumano también pertenecía al grupo lingüístico latino.

μέταλλο της ομάδας του λευκόχρυσου

(química)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοπάδι δελφινιών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
En el crucero vimos una manada de delfines jugando alrededor nuestro barco.

ομάδα έργου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grupo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του grupo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.