Τι σημαίνει το menos στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης menos στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του menos στο ισπανικά.

Η λέξη menos στο ισπανικά σημαίνει λιγότερος, λιγότερο, μείον, πλην, λιγότερος, λιγότερος, λιγότερος, μείον, πλην, χωρίς, πριν, λιγότερος, λιγότερος, όχι τόσο πολλοί, λιγότερο, όχι τόσο πολύ, λιγότερο, με εξαίρεση, λιγότερο, λιγότερο, μείον, παρά, παραμικρός, λίγο πάνω, λίγο κάτω, μείον, ο ελάχιστος, συρρικνούμενος, συρρικνούμενος, μου λείπει, μου λείπει, περίπου, μισο-, φτιάνω, πιο ελαφρύς, σχεδόν, περίπου, σχεδόν το ίδιο, πιο χαμηλός, στεγνότερος, μικρότερος, λιγότερος, περίπου, καμιά εκατοσταριά, καμιά κατοσταριά, περίπου πενήντα, γύρω στα πενήντα, λιγότερος από, πολύ λιγότερο, λιγότερο γνωστός, που αραιώνει, που υποχωρεί, αν δεν, τουλάχιστον, κάθε άλλο παρά, λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα, όλο και λιγότερο, λίγο πολύ, παρόλα αυτά, κατά προσέγγιση, περίπου, το λιγότερο, τουλάχιστον, τέλος, περίπου, χονδρικά, κατά προσέγγιση, εκτός αν, αν δεν, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά, πόσω μάλλον, εκτός, παρά τέταρτο, παρά τέταρτο, πάμφθηνα, τζάμπα, σε χρόνο ρεκόρ, τουλάχιστον, ευτυχώς, όποιος βιάζεται σκοντάφτει, πάλι καλά, μου λείπεις, Δόξα τω Θεώ!, Μου λείπεις, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, ακριβώς, πολύ λιγότερα, κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς, ξεπεσμένος σταρ, εκτός, όλοι εκτός, επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, κάνω κτ πιο ήπιο, αποδίδω κάτω των δυνατοτήτων μου, χαλαρώνω, δίνω λάθος ρέστα, χρεώνω λιγότερο, καθιστώ λιγότερο ανησυχητικό, δείχνω ταπεινότητα/σεβασμό, ελαφρύτερος, πιο χαζός, πιο ανόητος, λιγότερος από, μικρότερος από, κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς, πολύ λιγότεροι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης menos

λιγότερος

adverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Va a haber menos gente en la cena de lo que esperaba.
Θα είναι λιγότερα άτομα στο δείπνο από ό,τι περίμενα.

λιγότερο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Richard hace menos ejercicio que Audrey.
Ο Ρίτσαρντ γυμνάζεται λιγότερο από την Ώντρεϋ.

μείον, πλην

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Diez menos cinco es cinco.
Πέντε από δέκα μας κάνει πέντε.

λιγότερος

adverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El precio es cincuenta dólares y no aceptaré menos que eso.
Η τιμή είναι πενήντα δολάρια, και δε δέχομαι λιγότερα.

λιγότερος

adverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Menos de una docena de personas fueron a la clase.
Λιγότερα από δώδεκα άτομα ήρθαν στην διάλεξη.

λιγότερος

adverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tienes menos trabajo que yo.
Εσύ έχεις λιγότερη δουλειά από εμένα.

μείον, πλην

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuatro menos tres es igual a uno.
Τέσσερα μείον τρία ίσον έξι.

χωρίς, πριν

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El anillo se vendió por 5 millones de dólares, menos impuestos.
Το δαχτυλίδι πουλήθηκε για 5 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς (or: πριν) τους φόρους.

λιγότερος

adverbio (μόνο πληθυντικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tengo menos caramelos que tú.
Έχω λιγότερα γλυκά από εσένα.

λιγότερος

adverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay menos aquí que antes.
Υπάρχουν λιγότερα εδώ σε σχέση με παλιά.

όχι τόσο πολλοί

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay menos tormentas ahora que se terminó el verano.
Δεν έχουμε τόσο πολλές καταιγίδες τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι.

λιγότερο, όχι τόσο πολύ

adjetivo (no contable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hubo menos trabajo de lo esperado, terminamos antes.

λιγότερο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Que sea joven no hace que esté menos cualificada para el trabajo.

με εξαίρεση

preposición

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todos quieren ir a Punta menos Rocío, que ha dicho que prefiere ir a Ayamonte.

λιγότερο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No apruebo lo que hiciste, pero eso no significa que te quiera menos por eso.

λιγότερο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μείον

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ocho menos tres es cinco.
Οχτώ μείον τρία κάνει πέντε.

παρά

(για ώρα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Son las tres menos veinte de la tarde.

παραμικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si tuvieras la mínima preocupación nos hubieras llamado.

λίγο πάνω, λίγο κάτω

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He estado viviendo fuera de casa tres meses, días más, días menos.
Λείπω από το σπίτι μου εδώ και τρεις μήνες, πάνω κάτω.

μείον

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
En un teclado, el guión y el signo menos son intercambiables.

ο ελάχιστος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se estremecía ante el mínimo signo de peligro.
Έτρεμε και μόνο με τη σκέψη ότι θα έχει μπελάδες.

συρρικνούμενος

(figurado) (μεταφορικά)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Los presupuestos retraídos obligan a las autoridades a reducir programas.
Οι ολοένα μικρότεροι προϋπολογισμοί αναγκάζουν τους αξιωματούχους να περικόπτουν προγράμματα.

συρρικνούμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Un disminuido número de candidatos significa que la mayoría de ellos serán aceptados.
Ο ολοένα και μικρότερος αριθμός αιτούντων σημαίνει πως οι περισσότεροι από αυτούς γίνονται δεκτοί.

μου λείπει

(AmL)

Los niños extrañan a su padre cuando está en viajes de negocios.
Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές.

μου λείπει

(AmL)

Extraño las montañas de mi tierra.
Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας.

περίπου

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es como de unos seis pies de alto.
Είναι ψηλός, γύρω στο ένα κι ογδόντα.

μισο-

(informal)

Estoy medio listo para salir.
Είμαι μισοέτοιμος να φύγουμε.

φτιάνω

(διάθεση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando mi hija está triste le hago cosquillas hasta que su expresión se relaja.

πιο ελαφρύς

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom había tenido un día duro y quería ver una película de estilo ligero en vez de la que Mary había escogido el día anterior.

σχεδόν, περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tú y yo tenemos casi la misma altura.

σχεδόν το ίδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los dos hombres estaban en la misma clase, así que son de la misma edad.

πιο χαμηλός

(φωτισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aunque son el mismo tipo de bombilla, esta es más tenue que aquella.

στεγνότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esos guantes están más secos que los que usé esta mañana en la nieve.

μικρότερος, λιγότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El programa de esta año recibió el menor número de solicitudes de su historia.

περίπου

Adriana tiene una amiga, o algo así, que solo la ve cuando sus otros amigos tienen planes.
Η Αντριάνα έχει μια φίλη, ή περίπου φίλη, με την οποία βρίσκεται όταν οι άλλοι φίλοι της είναι απασχολημένοι.

καμιά εκατοσταριά, καμιά κατοσταριά

(ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un avión mediano, con alrededor de cien asientos.

περίπου πενήντα, γύρω στα πενήντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Había unas cincuenta mesas en la feria de empleo.

λιγότερος από

(comparativo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tenemos menos de diez lugares para los alumnos.
Έχουμε λιγότερες από δέκα διαθέσιμες θέσεις για φοιτητές.

πολύ λιγότερο

locución adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λιγότερο γνωστός

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που αραιώνει

(persona)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mike era un hombre alto que estaba perdiendo el pelo.

που υποχωρεί

(nivel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El nivel de las aguas del lago, que baja rápidamente, preocupa a la comunidad.

αν δεν

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A menos que asaltemos la caja de galletas, no tendremos nada para comer.
Αν δεν κάνουμε επιδρομή στο κουτί με τα μπισκότα δεν θα φάμε σνακ.

τουλάχιστον

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάθε άλλο παρά

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su nueva novela es cualquier cosa menos aburrida.
Κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι το βιβλίο του.

λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El vuelo de Sevilla a Madrid toma menos de una hora.

όλο και λιγότερο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A medida que me hago mayor, el calor me gusta cada vez menos.

λίγο πολύ

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Más o menos, la decisión está tomada, pero debemos escuchar su opinión antes de la decisión final.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχω λίγο πολύ αποφασίσει να αναβάλω τις σπουδές για έναν χρόνο.

παρόλα αυτά

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fue no menos que el primero de su clase.

κατά προσέγγιση, περίπου

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hace muchos años había una granja más o menos por aquí.

το λιγότερο, τουλάχιστον

locución adverbial

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Estaba un poco desconcertado, cuando menos.
Ήταν τουλάχιστον λίγο ξαφνιασμένος.

τέλος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por último, si bien no menos importante, no te olvides de llamarme cuando llegues.

περίπου, χονδρικά, κατά προσέγγιση

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La jarra puede contener más o menos un litro de agua.
Το δοχείο χωρούσε περίπου (or: κατά προσέγγιση) ένα λίτρο νερό.

εκτός αν, αν δεν

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A menos que vayan acompañados de un adulto, no se admiten menores.

εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cada punto de este formulario debe llenarse en mayúsculas, a menos que se indique lo contrario.

πόσω μάλλον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nadie debería comportarse tan estúpidamente, y mucho menos con alguien que tiene un trabajo de tanta responsabilidad.

εκτός

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Vamos a la tienda ahora, a menos que tengas una mejor idea.
Πάμε τώρα στο κατάστημα, εκτός κι αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα.

παρά τέταρτο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te veo mañana a la una menos cuarto... de la tarde, claro.

παρά τέταρτο

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son casi las cinco menos cuarto, se nos hizo tarde.
Είναι σχεδόν πέντε παρά τέταρτο, έχουμε αργήσει

πάμφθηνα, τζάμπα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuando nos casamos compramos un sillón usado por casi nada.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν παντρευτήκαμε αγοράσαμε έναν παλιό καναπέ πάμφθηνα. Σε ένα παζάρι μπορείς να αγοράσεις οτιδήποτε θελήσεις τζάμπα.

σε χρόνο ρεκόρ

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegamos en un periquete.

τουλάχιστον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ese año, la inflación fue nada menos que del 60%, y la gente vivió una caída dramática del valor de sus ahorros.
Εκείνο το χρόνο ο πληθωρισμός ήταν τουλάχιστον 60% και ο κόσμος είδε δραματική πτώση στην αξία των αποταμιεύσεών του.

ευτυχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Menos mal que me jubilé antes de que cambiaran todas las tareas de mi puesto.

όποιος βιάζεται σκοντάφτει

(refrán) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La edición de textos requiere mucha atención al detalle, es un buen caso de "vísteme despacio que tengo prisa".

πάλι καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alguien chocó la parte trasera de mi auto ayer, ¡qué bueno que estoy asegurado!

μου λείπεις

interjección

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Δόξα τω Θεώ!

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Μου λείπεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te extraño, cariño. Vuelve a casa pronto.
Μου λείπεις αγάπη μου. Γύρνα γρήγορα σπίτι.

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Pon un sólo huevo en el bowl, ni más ni menos. Su hija recibió ni más ni menos que su hijo del testamento.

ακριβώς

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Agregué un cuarto litro justo, ni más ni menos.
Βάλε μισό λίτρο λάδι ακριβώς.

πολύ λιγότερα

locución adverbial

Se han peleado guerras por muchísimo menos que eso.

κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sobró mucho, utilicé menos de la mitad.

ξεπεσμένος σταρ

El reparto incluía varias estrellas venidas a menos.

εκτός

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A menos que haya más retrasos, deberíamos estar llegando a las 7 de la tarde.
Θα πρέπει να φτάσουμε εκεί μέχρι τις 7 μμ, εκτός αν υπάρξουν κι άλλες καθυστερήσεις.

όλοι εκτός

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Todos sus estudiantes menos uno pasaron el examen.
Όλοι εκτός από έναν από τους μαθητές της πέρασαν την εξέταση.

επιδεινώνομαι, χειροτερεύω

expresión (coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alguna vez fue un gran actor pero se vino a menos cuando cumplió los 40.

κάνω κτ πιο ήπιο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si el café está muy fuerte, le puedes agregar leche para rebajarlo un poco.

αποδίδω κάτω των δυνατοτήτων μου

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω

(για κτ, σε σχέση με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω λάθος ρέστα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρεώνω λιγότερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθιστώ λιγότερο ανησυχητικό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No digo que haya que mentir, pero le podríamos suavizar el tono sacándole algunos adjetivos para hacerlo menos alarmante.

δείχνω ταπεινότητα/σεβασμό

locución verbal (fam)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No te tires a menos cuando estés buscado trabajo.

ελαφρύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El coche nuevo de Nate era más eficaz porque era más ligero.
Το νέο αυτοκίνητο του Νέιτ ήταν πιο αποδοτικό γιατί ήταν ελαφρύτερο.

πιο χαζός, πιο ανόητος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sadie es menos inteligente que su hermana genio.

λιγότερος από, μικρότερος από

(comparativo) (για ποσότητες, μέγεθος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comió menos que su hermano.
Έφαγε λιγότερο από τον αδερφό της. Το πέντε είναι μικρότερο από το τρία.

κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Menos de la mitad de los jóvenes comen fruta dos veces al día.

πολύ λιγότεροι

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του menos στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του menos

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.