Τι σημαίνει το presión στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης presión στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του presión στο ισπανικά.

Η λέξη presión στο ισπανικά σημαίνει πίεση, πίεση, πίεση, πίεση, βαρομετρικό, πίεση, άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης, πίεση, πίεση, πίεση, πίεση, εξαναγκασμός, πίεση, πίεση, τάση, ένταση, πίεση, αρτηριακή πίεση, υπέρταση, πατάω, ασκώ πίεση, πιέζω, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ, περνάω με το ζόρι, πιέζω, συμπιεσμένος, δυναμικό, αυλώνας, ειδικού ενδιαφέροντος, πιεσμένος, υπό πίεση, λομπίστας, βαρομετρική πίεση, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, ατμοσφαιρική πίεση, περιοχή χαμηλής πίεσης, ατμοσφαιρική πίεση, υπερβολική πίεση, υπέρταση, πιεστική κατάσταση, οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, υπόταση, χύτρα ταχύτητας, ομάδα άσκησης πολιτικής πίεσης, δείκτης πίεσης, ρυθμιστής πίεσης, βαλβίδα πίεσης, ζώνη υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων, κοινωνική πίεση, κοινωνική πίεση, πίεση λαδιού, καθαρισμός με νερό υπό πίεση, σούστα, ατμομάγειρας, πίεση νερού, χύτευση με πίεση, κατάκλισης, πίεση ελαστικών, χυτοπρεσαριστός, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, απαλάσσω, λυγίζω υπό την πίεση, δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεση, πέφτω, κατρακυλώ, πιέζω, χώνω, στριμώχνω, σφηνώνω, πιεζόμενος, ατμοσφαιρική πίεση, υψηλή πίεση, πιεστική κατάσταση, υπερβολική πίεση, ασκώ πίεση, πιέζω, εκθέτω σε υπερβολική πίεση, υποβάλλω σε υπερβολική πίεση, πιέζω, πιέζω, υψηλής πίεσης, επιταχύνω, μαγειρεύω σε χύτρα ταχύτητας, μαγειρεύω σε χύτρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης presión

πίεση

nombre femenino (fuerza física)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La presión de los escombros del edificio caído era mucha para que Alf pudiera empujarlos.
Η πίεση από τα μπάζα του γκρεμισμένου κτιρίου ήταν πολύ μεγάλη για να τα απομακρύνει ο Άλφ.

πίεση

nombre femenino (de agua, aire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La casa tiene una presión de agua muy baja y eso hace que ducharse sea complicado.
Το νερό στο σπίτι είχε πολύ χαμηλή πίεση, και ήταν δύσκολο να κάνεις ντους.

πίεση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Senador hizo presión para influir en sus colegas.
Ο γερουσιαστής χρησιμοποιούσε πίεση για να επηρεάζει τους ομότιμούς του.

πίεση

nombre femenino (mental)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wes está bajo una gran presión.
Ο Γουές βρίσκεται σε μεγάλη πίεση.

βαρομετρικό

nombre femenino (atmosférica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenemos un área de alta presión sobre el país.
Πάνω από την πολιτεία υπάρχει μια περιοχή με υψηλό βαρομετρικό.

πίεση

(του αίματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El doctor me dijo que mi presión arterial estaba bastante alta.
Ο γιατρός μου είπε ότι έχω υψηλή πίεση.

άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης

nombre femenino (política)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La industria gastó millones en presión política para mantener su exención de impuestos.
Η βιομηχανία ξόδεψε εκατομμύρια για την άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης, ούτως ώστε να διαφυλάξει τις φορολογικές απαλλαγές της.

πίεση

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πίεση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los cimientos del edificio se desmoronaron por la presión.
Τα θεμέλια του κτιρίου κατέρρευσαν από την πίεση.

πίεση

nombre femenino (de gas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mientras la locomotora aceleraba la presión de vapor seguía en aumento.

πίεση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La presión por realizar transacciones hace que el trabajo del comerciante resulte estresante.

εξαναγκασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πίεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mientras esperaba para entrar al examen, Pedro no podía soportar la tensión.
Ο Πίτερ έβρισκε την ένταση ανυπόφορη ενώ περίμενε να μπει για την εξέταση.

πίεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El metal no pudo soportar la tensión, y acabó por romperse.

τάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La carga del perno fue la causa de la falla mecánica.

ένταση, πίεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El estrés por el exceso de trabajo le afectaba mucho.
Η ένταση (or: πίεση) από τις τόσες ώρες δουλειάς τον έχει επηρεάσει έντονα.

αρτηριακή πίεση

υπέρταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La hipertensión debe ser monitorizada cuidadosamente y controlada por medio de una dieta, ejercicio y, a veces, con medicamentos.

πατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para detener el auto, debes poner el pie en el pedal de freno y apretar.
Για να σταματήσεις το αυτοκίνητο, βάλε το πόδι σου στο φρένο και πάτα το.

ασκώ πίεση, πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mantén apretada la herida para detener el sangrado.

ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El timbre está roto, tienes que apretar fuerte para hacerlo funcionar.
Το κουδούνι είναι χαλασμένο και πρέπει να πιέσεις έντονα, για να το κάνεις να δουλέψει.

περνάω με το ζόρι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Cuando los miembros del municipio empezaron a dudar, la alcaldesa decidió usar su poder y forzó la terminación del proyecto.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμπιεσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δυναμικό

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fuerza de ventas de la empresa ha hecho un gran trabajo este año.

αυλώνας

(επίσημο: χαμηλών πιέσεων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El hombre del pronóstico pronostica una depresión de baja presión sobre el país para los próximos días.

ειδικού ενδιαφέροντος

(grupo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mucha gente piensa que los grupos de interés compran a los candidatos en las elecciones estadounidenses.

πιεσμένος

(μτφ: από δουλειά, άγχος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υπό πίεση

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estaba bajo presión así que finalmente dijo que sí.

λομπίστας

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El miembro de un grupo de presión concertó una cita con el congresista para hablar sobre el control de las armas de fuego.

βαρομετρική πίεση

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los huracanes tienen baja presión atmosférica.

ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos los grupos de interés están dificultando nuestro trabajo.

ατμοσφαιρική πίεση

locución nominal femenina

περιοχή χαμηλής πίεσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En las zonas de bajas presiones se suelen desencadenar tormentas.

ατμοσφαιρική πίεση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando hay baja presión atmosférica sentimos el ambiente "pesado".

υπερβολική πίεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Acusaron a los policías de usar fuerza excesiva para romper las demostraciones.

υπέρταση

locución nominal femenina (παθολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ejercicio y la dieta son las mejores maneras de controlar la presión alta.

πιεστική κατάσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estuvo trabajando bajo mucha presión para aprobar sus exámenes.

οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los grupos de presión consiguieron frenar el proyecto del Gobierno.

υπόταση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los mareos son uno de los síntomas de la presión baja.

χύτρα ταχύτητας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prefiero cocinar el arroz en la olla a presión.

ομάδα άσκησης πολιτικής πίεσης

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grupos de presión conservadores están poniendo trabas a la agenda del presidente.

δείκτης πίεσης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ρυθμιστής πίεσης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βαλβίδα πίεσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Hay muchos tipos de válvulas de presión diferentes dependiendo de la máquina en la que vayan a ser usadas.

ζώνη υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay un sistema de alta presión sobre el país, por lo tanto debería hacer buen tiempo durante los próximos días.

κοινωνική πίεση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Algunas comunidades ejercen mucha presión social sobre las mujeres para que se casen.

κοινωνική πίεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es muy difícil para los adolescentes resistir a la presión de grupo.
Οι έφηβοι το βρίσκουν δύσκολο να αντισταθούν στην κοινωνική πίεση.

πίεση λαδιού

(κινητήρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Revisé la presión de aceite y estaba un poco baja.

καθαρισμός με νερό υπό πίεση

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σούστα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La campera tiene broches de presión y cierre.

ατμομάγειρας

nombre femenino (συσκευή μαγειρικής)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En la olla a presión se cocinan más rápido. / Uso la olla a presión como un miniautoclave.

πίεση νερού

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χύτευση με πίεση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατάκλισης

(π.χ. θέση κατάκλισης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πίεση ελαστικών

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χυτοπρεσαριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estos coches de presofusión son muy populares entre los coleccionistas.

ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Existe la creencia de que los grupos de interés influyen en la política a través de donaciones a la campaña.

απαλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa está contratado trabajadores extra para aliviar la presión del personal existente.

λυγίζω υπό την πίεση

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεση

locución verbal (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω, κατρακυλώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todo lo que había en el armario salió a presión cuando abrí la puerta.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acciona con fuerza la birome para hacer copias con carbónico.

χώνω, στριμώχνω, σφηνώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιεζόμενος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ατμοσφαιρική πίεση

locución nominal femenina

El informe meteorológico da la presión atmosférica en hectopascales.

υψηλή πίεση

(clima) (μετεωρολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιεστική κατάσταση

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La reunión de la dirección fue una verdadera olla a presión. Pensé que el presidente iba a estallar,

υπερβολική πίεση

Muchas empleados se sienten con demasiada presión de trabajar horas extra.

ασκώ πίεση, πιέζω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El Alcalde ejerció presión sobre la policía para que abandonaran el caso.

εκθέτω σε υπερβολική πίεση, υποβάλλω σε υπερβολική πίεση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιέζω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo que el ejército llama "ejercer presión sobre los prisioneros" otros lo llaman "tortura".

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes hacer presión sobre mi maleta para que pueda cerrarla?
Μπορείς να πιέσεις τη βαλίτσα μου για να μπορέσω να την κλείσω;

υψηλής πίεσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιταχύνω

locución verbal (motor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαγειρεύω σε χύτρα ταχύτητας, μαγειρεύω σε χύτρα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του presión στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.