Τι σημαίνει το hitch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hitch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hitch στο Αγγλικά.

Η λέξη hitch στο Αγγλικά σημαίνει σηκώνω, ανεβάζω, κάνω οτοστόπ, κάνω οτοστόπ, πρόβλημα, δένω, προσδένω, παντρεύομαι, κοτσαδόρος, θητεία, κοτσαδόρος, κόμπος, ζεύω,κοτσάρω, τραβώ πάνω, σηκώνω, ζεύω, κάνω ωτοστόπ, κάνω ωτοστόπ, κάνω ωτοστόπ, ωτοστόπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hitch

σηκώνω, ανεβάζω

transitive verb (trousers, etc.: pull up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will hitched his pants up before walking into the interview.
Ο Γουίλ σήκωσε το παντελόνι του πριν μπει στο δωμάτιο για τη συνέντευξη.

κάνω οτοστόπ

transitive verb (informal, abbreviation (hitchhike: solicit a ride)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kate hitched a ride from Colorado to Kansas.
Η Κάρεν έκανε οτοστόπ από το Κολοράντο μέχρι το Κάνσας.

κάνω οτοστόπ

intransitive verb (informal, abbreviation (travel by hitchhiking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne hitched all the way from London to Manchester.
Η Άνν ταξίδεψε με οτοστόπ όλη τη διαδρομή από το Λονδίνο στο Μάντσεστερ.

πρόβλημα

noun (impediment, obstacle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Harriet's plan went off without a hitch.
Το σχέδιο της Χάριετ ολοκληρώθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα.

δένω, προσδένω

(hook, attach) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The driver hitched the horse to the carriage.
Ο οδηγός έδεσε το άλογο στην άμαξα.

παντρεύομαι

adjective (marry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ever since he got back from college, Fred has been trying to get hitched.

κοτσαδόρος

noun (attaching device) (σε οχήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θητεία

noun (military enlistment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldier signed on for a 5 year hitch.

κοτσαδόρος

noun (attachment for towing a vehicle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ryan bought a new hitch for his truck, because the old one didn't fit the new trailer.

κόμπος

noun (rope: knot)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tim used a hitch to tie up his horse, so that he could leave quickly if he wanted to.

ζεύω,κοτσάρω

phrasal verb, transitive, separable (fasten or harness: an animal) (για ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He hitched his horse up to the post and went into the saloon for some whiskey.

τραβώ πάνω, σηκώνω

phrasal verb, transitive, separable (pull higher; clothing, suspender) (για ενδύματα/τιράντες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He hitched up his socks and pants.

ζεύω

phrasal verb, transitive, separable (animal: fasten, harness)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ωτοστόπ

verbal expression (informal (hitchhike)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I might be able to hitch a ride to the airport.

κάνω ωτοστόπ

intransitive verb (solicit car ride)

Young people don't hitchhike today like they used to.

κάνω ωτοστόπ

intransitive verb (travel by hitchhiking)

I once hitchhiked across the country in five days.

ωτοστόπ

noun (soliciting free rides at roadside)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Pat decided that hitchhiking was the cheapest way to travel through France.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hitch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.