Τι σημαίνει το history στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης history στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του history στο Αγγλικά.

Η λέξη history στο Αγγλικά σημαίνει ιστορία, ιστορία, χρονικό, παρελθόν, ιστορικό, ιστορικό, έργο, είμαι τελειωμένος, είμαι παλιά ιστορία, αρχαία ιστορία, αποτελώ παρελθόν, κοινό μυστικό, τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά, ιστορία τέχνης, Μήνας Μαύρης Ιστορίας, ιστορικό ασθενούς, ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης, οι απαρχές, έχω παρελθόν, βιβλίο iστορίας, η ιστορία επαναλαμβάνεται, καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας, στην ιστορία, γράφω ιστορία, ιατρικό ιστορικό, φυσική ιστορία, προφορική ιστορία, μεταγραφή μαγνητοφωνημένων μαρτυριών, απομαγνητοφώνηση μαρτυριών, περασμένα ξεχασμένα, ιστορικό ασθενούς, πολιτική ιστορία, προηγούμενη ιστορία, ιστορικό αναθεωρήσεων, που έχει μεγάλη ιστορία, ανά τους αιώνες, ιστορικό εκδόσεων, προϋπηρεσία, παγκόσμια ιστορία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης history

ιστορία

noun (uncountable (past events, ways of life)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I enjoy reading about the history of World War II.
Μου αρέσει να διαβάζω για την ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

ιστορία

noun (uncountable (the study of the past)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She took up history when she was at university.
Ξεκίνησε μαθήματα ιστορίας όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.

χρονικό

noun (account of the past)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The history of the voyage made for interesting reading.
Το χρονικό του ταξιδιού ήταν ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα.

παρελθόν

noun (person's interesting past)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His fascinating history included travels to other countries.
Το συναρπαστικό παρελθόν του περιλαμβάνει ταξίδια σε άλλες χώρες.

ιστορικό

noun (precedents)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The defendant has a long criminal history.
Ο κατηγορούμενος έχει μεγάλο εγκληματικό ιστορικό.

ιστορικό

noun (computing: record of activity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom forgot to delete his history and his mother found out he'd been gambling online.

έργο

noun (theater: play)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ladies and gentlemen, we hope you enjoy our history!
Κυρίες και κύριοι, ελπίζουμε να απολαύσετε την παράστασή μας!

είμαι τελειωμένος

verbal expression (figurative, informal (be finished, doomed) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
When the boss finds out you've lost that client, you're history!
Όταν μάθει το αφεντικό ότι έχασες αυτόν τον πελάτη είσαι τελειωμένος!

είμαι παλιά ιστορία

(informal (no longer be relevant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What he did twenty years ago is history now, and irrelevant.
Ό,τι έκανε πριν είκοσι χρόνια είναι παρελθόν και άσχετο.

αρχαία ιστορία

noun (history before 476 A.D.)

αποτελώ παρελθόν

verbal expression (figurative, informal (no longer be relevant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't worry about that! It's ancient history.

κοινό μυστικό

noun (informal (common knowledge) (μεταφορικά)

τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά

expression (what happened is well known)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I met your mum in a bar, and the rest is history!

ιστορία τέχνης

noun (study of art through the ages) (εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Because I was an Art Major in college, I had to take five semesters of art history.

Μήνας Μαύρης Ιστορίας

noun (US (observance in February)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορικό ασθενούς

noun (written medical history)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The doctor has read through the patient's case history.

ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης

noun (company's past)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οι απαρχές

noun (initial stages)

έχω παρελθόν

verbal expression (have had a past relationship) (με κάποιον)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βιβλίο iστορίας

noun (textbook tracing past events)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η ιστορία επαναλαμβάνεται

noun (informal (recurrence of a situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας

noun (tutor or professor in history)

Our history teacher can name all of the Kings and Queens of England in alphabetical order.

στην ιστορία

adverb (throughout the recorded past)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω ιστορία

intransitive verb (do [sth] of great significance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neil Armstrong made history as the first man to set foot on the moon.

ιατρικό ιστορικό

noun ([sb]'s past health problems)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The doctor carefully studied the patient's medical history.

φυσική ιστορία

noun (scientific study of plants and animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Unfortunately, many Americans believe that natural history should bow to religious and political ideals.

προφορική ιστορία

noun (tape-recorded interviews)

μεταγραφή μαγνητοφωνημένων μαρτυριών, απομαγνητοφώνηση μαρτυριών

noun (transcription of audio interview)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περασμένα ξεχασμένα

noun ([sth] that has been forgiven)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That fight between the girls was past history, it was water under the bridge.

ιστορικό ασθενούς

noun (patient's medical history)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The doctor asked the man a number of questions to establish his past history when he came in with pains in his chest.

πολιτική ιστορία

noun (study of politics through the years)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προηγούμενη ιστορία

noun ([sb]'s experience up to now)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their previous history in the field was a key factor in our decision to hire them.

ιστορικό αναθεωρήσεων

noun (computer file: record of all changes made)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που έχει μεγάλη ιστορία

adjective (figurative (involved in many historical events)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανά τους αιώνες

adverb (always, over the centuries)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ιστορικό εκδόσεων

noun (computing: revision tracking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προϋπηρεσία

noun (employment experience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγκόσμια ιστορία

noun (past events around the world)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm currently reading a book about medieval times, an important period in world history.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του history στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του history

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.