Τι σημαίνει το loop στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης loop στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του loop στο Αγγλικά.

Η λέξη loop στο Αγγλικά σημαίνει κύκλος, γύρος, θηλιά, βρόχος, τυλίγω, κλείνω το κύκλωμα, επαναλαμβάνομαι, κύκλωμα, βρόχος υστέρησης, βρόχος, αγκύλη του Henle, λούπα, κάνω loop, ενημερώνω, κλειστός βρόχος, κλειστού βρόχου, κλειστού βρόχου, βρόχος ανάδρασης, είμαι ενήμερος, βρόχος, γυρίζω πάλι στην αρχή, ειλεοστομία δι' έλικος, κάνω τούμπες, πετώ ανάποδα, ανοιχτός βρόχος, αναστατώνω, σοκάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης loop

κύκλος, γύρος

noun (in a circuit, circle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben walked a loop around the building.
Ο Μπεν έκανε έναν κύκλο γύρω από το κτίριο.

θηλιά

noun (thread, knot)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pam tied the cord into a loop.

βρόχος

noun (repeated function) (πληροφορική: σειρά εντολών προγράμματος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The program ran on a loop until it finished processing all the data.
Η εκτέλεση του προγράμματος γινόταν βάσει βρόχου, μέχρι που ολοκληρώθηκε η επεξεργασία όλων των δεδομένων.

τυλίγω

transitive verb (tie: a belt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Erin looped the belt around her waist.
Η Έριν τύλιξε τη ζώνη γύρω από την μέση της.

κλείνω το κύκλωμα

transitive verb (complete a circuit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The electrician looped the wires through the device.

επαναλαμβάνομαι

intransitive verb (figurative (music, thoughts: repeat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
One line of a song keeps looping in my head and I don't know where it's from.

κύκλωμα

noun (closed circuit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brad installed a light bulb in the loop to show the class how electricity works.

βρόχος υστέρησης

noun (hysteresis loop)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The equation turned out to be a loop when it was graphed.

βρόχος

noun (fingerprint pattern)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fred's fingerprints had very few loops.

αγκύλη του Henle

noun (loop of Henle) (ανατομία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The nursing student failed the test because she forgot what the different parts of the loops of Henle did.

λούπα

noun (skate boarding)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam tried to do a loop, but fell on his face.

κάνω loop

intransitive verb (aircraft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The pilot looped a few times to show off to the crowd.

ενημερώνω

phrasal verb, transitive, separable (bring into a conversation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλειστός βρόχος

noun (signal path)

κλειστού βρόχου

noun as adjective (of processing system) (σε γενική)

κλειστού βρόχου

noun as adjective (of automatic control system) (σύστημα)

βρόχος ανάδρασης

(computers)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

είμαι ενήμερος

verbal expression (figurative, informal (be kept informed)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βρόχος

noun (telecommunications: signal routing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γυρίζω πάλι στην αρχή

(sound, etc.: go back to beginning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ειλεοστομία δι' έλικος

noun (surgery on intestine) (ιατρική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω τούμπες, πετώ ανάποδα

verbal expression (plane: fly upside down) (για αεροπλάνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I always feel sick when I see planes looping the loop.

ανοιχτός βρόχος

noun (control system: no feedback)

αναστατώνω, σοκάρω

verbal expression (upset, shock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The news of her brother’s death really threw Evie for a loop. Discovering his wife had been cheating on him with his best friend knocked Stuart for a loop.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του loop στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του loop

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.