Τι σημαίνει το hunting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hunting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hunting στο Αγγλικά.

Η λέξη hunting στο Αγγλικά σημαίνει κυνήγι, πάω για κυνήγι, ψάχνω, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνήγι, ομάδα κυνηγών, κυνήγι, κυνηγητό, περιοχή, βγάζω για κυνήγι, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνήγι αλεπούς, κυνήγι, πάω για κυνήγι, αναζήτηση νέος συνεργατών, αναζήτηση κατοικίας, κυνηγόσκυλο, κυνήγι, περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι, κυνηγετικό μαχαίρι, άδεια κυνηγιού, κυνηγετικό περίπτερο, κυνηγετική ομάδα, κυνηγετική καραμπίνα, κυνηγετική περίοδος, κυνήγι, αναζήτηση εργασίας, για αναζήτηση εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hunting

κυνήγι

noun (blood sport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ken took his son hunting on his 10th birthday.
Ο Κεν πήγε τον γιο του για κυνήγι στα 10α γενέθλιά του.

πάω για κυνήγι

intransitive verb (kill for sport or food)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Susan always wanted to hunt, but she never had the time until this year.
Η Σούζαν πάντα ήθελε να ασχοληθεί με το κυνήγι αλλά δεν είχε ποτέ το χρόνο μέχρι φέτος.

ψάχνω

(figurative (search for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan was late for work because he had to hunt for his keys.
Ο Νταν άργησε να πάει στη δουλειά επειδή έπρεπε να ψάξει τα κλειδιά του.

κυνηγάω, κυνηγώ

transitive verb (kill for sport or food)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jon went to the mountains every year to hunt bears.
Ο Τζον πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά για να κυνηγήσει αρκούδες.

κυνηγάω, κυνηγώ

transitive verb (animal: chase prey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wolves hunt prey in packs.
Οι λύκοι κυνηγάνε το θήραμά τους σε αγέλες.

κυνήγι

noun (killing for sport or food)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The farmer always takes his dogs out on the hunt with him.
Ο αγρότης πάντα παίρνει τα σκυλιά του μαζί του στο κυνήγι.

ομάδα κυνηγών

noun (hunting party)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The hunt crossed the stream in pursuit of the game.
Η ομάδα των κυνηγών διέσχισε το ρέμα καταδιώκοντας το θήραμα.

κυνήγι

noun (animal: chasing prey) (με γενική ή για κτ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hunt for fish takes up most of a seal's day.
Μια φώκια ασχολείται το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της με το κυνήγι των ψαριών.

κυνηγητό

noun (search) (μεταφορικά: για κτ/κπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hunt for the killer took several years.
Η αναζήτηση του δολοφόνου κράτησε αρκετά χρόνια.

περιοχή

noun (territory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cougar's hunt reached from the edge of the city to the river.

βγάζω για κυνήγι

transitive verb (dated (direct dogs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The nobleman went out to hunt his hounds.

κυνηγάω, κυνηγώ

transitive verb (patrol area for game) (σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wolves hunted their territory for centuries.
Οι λύκοι κυνηγούν στην περιοχή τους εδώ και αιώνες.

κυνήγι αλεπούς

noun (blood sport in which a fox is chased)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Animal rights activists believe that fox hunting is barbaric.

κυνήγι

noun (tracking and shooting wild animals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Highland Perthshire offers great opportunities for game hunting.

πάω για κυνήγι

verbal expression (chase and kill animals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They like to go hunting at weekends.

αναζήτηση νέος συνεργατών

noun (figurative (recruiting of new employees)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναζήτηση κατοικίας

noun (search for accommodation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυνηγόσκυλο

noun (retriever, gun dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When you go out to shoot rabbits, you need to take a hunting dog to retrieve them.

κυνήγι

noun (group outing to hunt animals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hunting expedition set off early to look for wild boar.

περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι

noun (game-tracking area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Officials are trying to balance conservation with access to hunting grounds.

κυνηγετικό μαχαίρι

noun (cutting tool used in hunting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He used his hunting knife to gut the rabbit.

άδεια κυνηγιού

noun (permit to hunt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is forbidden to shoot deer without a hunting license.

κυνηγετικό περίπτερο

noun (building used by hunters)

κυνηγετική ομάδα

noun (group chasing animals for sport)

κυνηγετική καραμπίνα

noun (shotgun used to kill game)

κυνηγετική περίοδος

noun (annual period when hunting is permitted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The hunting season for wild boar lasts from October to February.

κυνήγι

noun (expedition to hunt animals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother is going on a hunting trip this weekend, but I hope he doesn't manage to kill any animals.

αναζήτηση εργασίας

noun (searching for employment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

για αναζήτηση εργασίας

adjective (related to job hunting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hunting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hunting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.