Τι σημαίνει το grass στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης grass στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grass στο Αγγλικά.
Η λέξη grass στο Αγγλικά σημαίνει χορτάρι, γρασίδι, βοσκοτόπι, χόρτο, χαφιές, αγρωστώδη, καρφώνω, δίνω, καρφώνω, κριθαρόχορτο, άγρωστη, χορταράκι, έλασμα, χορταράκι, ζωστήρ ο θαλάσσιος, κολλητσόχορτο, χορταράκι, κομμένο γρασίδι, κομμένο χορτάρι, γήπεδο με χόρτο, παρτέρι με γκαζόν, βάση, ρίζα, απλοί πολίτες, ψαλίδα κηπουρού, χαβανέζικη φούστα, χορτοκοπτικό, χλοοκοπτικό, χωρισμένη γυναίκα, διαζευγμένη γυναίκα, γυναίκα, της οποίας ο άντρας λείπει μακριά, παρατημένη ερωμένη, που τρέφεται με χόρτο, που σιτίζεται με χόρτο, βασικός, λαϊκός, τοπική οργάνωση λαϊκής βάσης, αγριάδα, αίρα, λεμονόχορτο, γρασίδι της πάμπας, λόλιο, φίδι στον κόρφο μου, σπίνιφεξ, spinifex, βουχλόη, πάνικο, από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα, σιταρόχορτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης grass
χορτάριnoun (green herb) (φυτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I think they use different types of grass on a golf course. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην πατάτε τη χλόη. |
γρασίδιnoun (uncountable (lawn) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The kids are out playing in the grass. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο χλοοτάπητας του γηπέδου χρειάζεται συντήρηση. |
βοσκοτόπιnoun (pasture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The cattle are grazing on the grass. |
χόρτοnoun (slang (marijuana) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I've got some grass and I'm going to get high tonight smoking it. |
χαφιέςnoun (UK, slang (informant) (αργκό, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A grass helped the police break the case. |
αγρωστώδηnoun (botany: plant family) (επίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Cereal plants and bamboo are grasses. |
καρφώνω, δίνωphrasal verb, transitive, inseparable (UK, slang (inform on) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His sister-in-law grassed on him and he was arrested. |
καρφώνωphrasal verb, transitive, separable (UK, slang (inform on) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κριθαρόχορτοnoun (European weed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άγρωστηnoun (grass) (φυτολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bent in this lawn requires minimal care. |
χορταράκιnoun (grass: one stalk) (ένα μόνο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The bird fluttered away with a bent of grass in its beak. |
έλασμαnoun (part of leaf) (βοτανική: επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My cousin uses grass to make music by blowing on the blade while holding it taut. Ο ξάδελφός μου χρησιμοποιεί χορτάρι για να παίξει μουσική φυσώντας πάνω στο φύλλο ενώ το κρατά τεντωμένο. |
χορταράκιnoun (thin grass leaf) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jack had blades of grass stuck to his pants after he mowed the lawn. |
ζωστήρ ο θαλάσσιοςnoun (botany: marine plant) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κολλητσόχορτοnoun (shrub: silverweed) (φυτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χορταράκιnoun (leaf of grass) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κομμένο γρασίδι, κομμένο χορτάριplural noun (cuttings from a mown lawn) (υπόλλειμα κουρέματος) When I cut the lawn, I use the grass clippings to make compost. |
γήπεδο με χόρτοnoun (tennis: grass-covered playing surface) (για τένις) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) In contrast to the other Grand Slam tournaments, Wimbledon is played on grass courts. |
παρτέρι με γκαζόνnoun (plot of cropped grass) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάση, ρίζαnoun (figurative (origin, foundation) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απλοί πολίτεςnoun (figurative (ordinary people) (μεταφορικά) |
ψαλίδα κηπουρούplural noun (large scissors for cutting grass) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have to use the grass shears to cut the grass next to the house because the lawnmower can't get close enough. |
χαβανέζικη φούσταnoun (skirt made of long grass) |
χορτοκοπτικό, χλοοκοπτικόnoun (tool for cutting grass) Grass trimmers are great for areas that are too small for a lawn mower. |
χωρισμένη γυναίκα, διαζευγμένη γυναίκαnoun (woman separated from husband) |
γυναίκα, της οποίας ο άντρας λείπει μακριάnoun (woman whose husband is away) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παρατημένη ερωμένηnoun (discarded mistress) |
που τρέφεται με χόρτο, που σιτίζεται με χόρτοadjective (animals: allowed to forage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βασικόςnoun as adjective (figurative (basic, fundamental) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαϊκόςnoun as adjective (figurative (of the common people) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τοπική οργάνωση λαϊκής βάσηςnoun (local political group) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγριάδα, αίραnoun (tall, tufted grass) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λεμονόχορτοnoun (plant with citrus scent) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lemon grass is frequently used in oriental cooking. |
γρασίδι της πάμπαςnoun (tall pale grass plant) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λόλιοnoun (plant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φίδι στον κόρφο μουnoun (figurative ([sb] deceitful, traitor) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Herbert's just a snake in the grass: he's having dinner with our rivals now! |
σπίνιφεξ, spinifexnoun (spiny grass: Australia) (φυτό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
βουχλόηnoun (botany) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάνικοnoun (botany) (φυτό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
από μακριά όλα φαντάζουν εύκολαverbal expression (figurative (things seem better from afar) |
σιταρόχορτοnoun (health food) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grass στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του grass
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.