Τι σημαίνει το call στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης call στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του call στο Αγγλικά.

Η λέξη call στο Αγγλικά σημαίνει τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, φωνάζω, φωνάζω, καλώ, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, φωνάζω, τηλέφωνο, ζήτηση, φωνή, βγάζω, λέω, σήμα, έκκληση, κλήση, κλήση, κάλεσμα, ουρλιαχτό, σφυρίχτρα, κουδούνι, λόγος, κάνω call, κάνω κόλ, δήλωση, απόφαση, δικαίωμα αγοράς, ειδοποίηση, απόφαση, επιλογή, επίσκεψη, περνάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάνω κόλ, καλώ, καλώ, φωνάζω, καλώ, ξυπνάω, δίνω, παρασέρνω, γίνομαι απαιτητός, αποκαλώ, θεωρώ, συγκαλώ, καλώ, ορίζω, λήγω, λέω, ζητάω να δω, τα βλέπω, δηλώνω, καλώ, κατσαδιάζω, ζητώ, επιβάλλω, προβλέπω, καλώ για παρουσίαση, έρχομαι, επισκέπτομαι, περνώ από κάπου για λίγο, τηλεφωνώ, ακυρώνω, ματαιώνω, απευθύνομαι, στρέφομαι σε κπ, απευθύνομαι σε κπ, καλώ κπ να κάνει κτ, κάνω σύντομη επίσκεψη, επισκέπτομαι, τηλεφωνώ, επιστρατεύω, κατατάσσω, στρατολογώ, υπερβάλλων ζήλος, στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή, κελάηδισμα, συσκεύη που μιμείται το κελάηδισμα των πουλιών, τηλεφωνικό σεξ, ξεπέτα, καλώ κπ να λογοδοτήσει, προσκλητήριο σάλπισμα, παύω, σταματώ, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, κάνω στάση, εφιστώ την προσοχή σε κτ, παίρνω τηλέφωνο, παίρνω τηλέφωνο, τηλεφωνικός θάλαμος, τηλεφωνικό κέντρο, τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση, ανταλλάσσω βρισιές, πρόσκληση υποβολής, πρόσκληση υποβολής προσφορών, κολ γκερλ, call girl, προσκαλώ, καλώ, στην οποία τηλεφωνεί το κοινό και βγαίνει στον αέρα, λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος, αμφισβητώ, σταματώ δραστηριότητα, τα παρατάω, αριθμός, βρίζω, κωδικός εντοπισμού, η φωνή του καθήκοντος, φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή, προκαλώ, προκαλώ κπ σχετικά με κτ, κλήση, κλήσης, πρόκληση, καλώ, προσκαλώ, μεταβίβαση κλήσης, λούζω με βρισιές, διακριτικό σήμα, παίρνω παρουσίες, κάνω κουμάντο, ανακοινώνω το κλείσιμο, παύω, σταματώ, έκκληση για δράση, καλώ στα όπλα, στα όπλα, υπενθυμίζω, καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχία, ξεκινώ, συγκεντρώνω, μαζεύω, το χαρτί, υπηρεσία αναμονής κλήσεων, αμφισβητώ, των call girl, των κολ γκερλ, πρόσκληση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, oντισιόν ανοιχτή στο κοινό, στο τσακ, δύσκολη απόφαση, επίσκεψη χωρίς πρόσκληση, κάνω απροειδοποίητα τηλεφωνήματα, κάνω απροειδοποίητα τηλέφωνα, κλήση με χρέωση παραλήπτη, τηλεδιάσκεψη, κλήση διάσκεψης, διπλωματική επίσκεψη, τηλεφώνημα για λόγους ευγενείας, υπόκλιση, σήμα κινδύνου, τηλεφωνώ σε κπ, σωστή επιλογή, Έπεσες διάνα!, κατ' οίκον επίσκεψη, θέμα κρίσης, αστική κλήση, υπεραστικό τηλεφώνημα, κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο, τηλεφωνώ σε κπ, μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης, διαθέσιμος για υπηρεσία, επισκέπτομαι, κάνω επίσημη επίσκεψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης call

τηλεφωνάω, τηλεφωνώ

transitive verb (telephone) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll call you tomorrow to see how you are.
Θα σε πάρω αύριο να δω πώς είσαι.

φωνάζω

transitive verb (yell for [sb]) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim, your mom's calling you.
Τζιμ, σε φωνάζει η μαμά σου.

φωνάζω

transitive verb (shout) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He called the names on the list and we wrote them down.
Φώναξε τα ονόματα στη λίστα και εμείς τα σημειώσαμε.

καλώ

transitive verb (send for, summon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Call the next candidate, please.
Φώναξε τον επόμενο υποψήφιο, σε παρακαλώ.

τηλεφωνάω, τηλεφωνώ

intransitive verb (telephone)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you don't want to write you can always call.
Αν δεν θες να γράφεις γράμματα, μπορείς πάντα να τηλεφωνήσεις.

φωνάζω

intransitive verb (shout, cry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wade was so loud that I could hear him calling even from far away.

τηλέφωνο

noun (communication by phone) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I received a call from my bank manager today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν κοίταξα το κινητό μου, είδα ότι είχα αρκετές αναπάντητες κλήσεις.

ζήτηση

noun (informative (demand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's little call for typewriter repair these days.
Δεν υπάρχει πολλή ζήτηση για επιδιορθώσεις γραφομηχανών σήμερα.

φωνή

noun (shout)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They heard a call outside the window.
Άκουσαν μια φωνή έξω απ' το παράθυρο.

βγάζω, λέω

transitive verb (often passive (name) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The baby's due in three weeks but we don't know what to call her.
Το μωρό θα γεννηθεί σε τρεις εβδομάδες, αλλά δεν ξέρουμε πως θα την ονομάσουμε.

σήμα

noun (signal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Joanna's call told us she was ready to go.

έκκληση

noun (appeal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The principal's call for action followed a number of problems at the school.
Μετά τα πρόσφατα προβλήματα στο σχολείο ακολούθησε η έκκληση του διευθυντή για λήψη μέτρων.

κλήση

noun (religion: vocation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He felt the call to the priesthood after his visit to Lourdes.

κλήση

noun (summons)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He received a call to appear before the High Court.

κάλεσμα

noun (bird sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can hear the call of an owl from my bedroom.

ουρλιαχτό

noun (animal sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The call of a wolf made him sit up in his tent.

σφυρίχτρα

noun (instrument for hunting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He blew his duck call and didn't have to wait long before one appeared.

κουδούνι

noun (theatre: rehearsal notice) (θέατρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She only arrived fifteen minutes before the call time.

λόγος

noun (need)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There's no call for tears. It was only a joke.

κάνω call

noun (cards: demand to show hands)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I made a call, and the other players had to reveal their cards.

κάνω κόλ

noun (poker: equal a bet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He made a call with an average hand but ended up winning the pot.

δήλωση

noun (bridge: bid or pass)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Are you going to bid? It's your call.

απόφαση

noun (sports: umpire's judgment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The player disagreed with the umpire's call.

δικαίωμα αγοράς

noun (finance: right to purchase)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Buying calls is a popular strategy for investors.

ειδοποίηση

noun (finance: demand for payment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is your final call for payment.

απόφαση, επιλογή

noun (informal (judgement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Canceling the event was a good call, given the weather.

επίσκεψη

noun (visit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The receptionist said I couldn't talk to the doctor right then, because she was out on a call.

περνάω

intransitive verb (visit) (μεταφορικά: από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll call tomorrow morning on the way to work.
Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

intransitive verb (demand a card)

It's my turn and I'm going to call.

κάνω κόλ

intransitive verb (poker: equal a bet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you want to call or raise?

καλώ

intransitive verb (bird, animal: make sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is that an owl calling?

καλώ

intransitive verb (make a request)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They called upon her to find a solution to their problems.

φωνάζω

(yell to get [sb]'s attention)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve called to his wife to come and help him.

καλώ

transitive verb (summon to religious vocation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
God called him to the priesthood.
Ο Θεός τον κάλεσε για να γίνει ιερέας.

ξυπνάω

transitive verb (awaken)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Would you like to be called in the morning?
Θα ήθελες να σε ξυπνήσουμε το πρωί;

δίνω

transitive verb (proclaim) (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The umpire called the ball out.

παρασέρνω

transitive verb (hunting: lure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He called the grouse into the open.

γίνομαι απαιτητός

transitive verb (demand payment)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The debt could be called at any moment.
Το χρέος θα μπορούσε να γίνει απαιτητό ανά πάσα στιγμή.

αποκαλώ

transitive verb (label)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How dare you call me a cheat!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μαμά, η αδερφή μου με είπε χαζή!

θεωρώ

transitive verb (informal (consider) (κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I call it a scandal.
Λέω ότι είναι σκάνδαλο.

συγκαλώ

transitive verb (convene)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They've called a meeting for tomorrow morning.

καλώ

transitive verb (attract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sea was calling him.

ορίζω

transitive verb (order into effect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Union leaders called an end to the strike after two weeks.

λήγω

transitive verb (sports: end due to conditions)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The game was called due to the rain.

λέω

transitive verb (informal (estimate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's call it three miles from here to there.
Ας πούμε πως είναι τρία μίλια από εδώ ως εκεί.

ζητάω να δω

transitive verb (cards: demand to see a hand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the third round, anyone may call the hand.

τα βλέπω

transitive verb (poker: equal a bet) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll call your ten and raise you ten.

δηλώνω

transitive verb (informal (forecast correctly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In American pool, you have to call your shot before you play it.

καλώ

phrasal verb, transitive, separable (summon [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor was suddenly called away, so he is not in the office today.
Ο γιατρός κλήθηκε ξαφνικά, γι' αυτό και δεν είναι σήμερα στο ιατρείο.

κατσαδιάζω

phrasal verb, transitive, separable (US, informal (reprimand [sb], tell [sb] off) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζητώ

phrasal verb, transitive, inseparable (demand, request)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The senator called for an investigation. The judge's bailiff called for silence in the courtroom.

επιβάλλω

phrasal verb, transitive, inseparable (require) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The recipe calls for brown sugar, not white sugar. The situation calls for a calm, deliberate response.

προβλέπω

phrasal verb, transitive, inseparable (forecast)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The forecast calls for clear skies and warm temperatures.
Το δελτίο καιρού προβλέπει καθαρό ουρανό και υψηλές θερμοκρασίες.

καλώ για παρουσίαση

phrasal verb, transitive, separable (summon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι

phrasal verb, intransitive (UK (visit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Grandma and Grandad called in today and we all had tea.
Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι.

επισκέπτομαι

(UK (visit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stef called in on her neighbour on the way to the shops, to ask if he needed anything.

περνώ από κάπου για λίγο

(UK (visit briefly) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I just need to call in at the office on the way home to pick up some paperwork. We called in at Bristol on our way to London.
Καθώς θα πηγαίνω σπίτι, θα πρέπει, απλώς, να περάσω για λίγο από το γραφείο να μαζέψω μερικά χαρτιά. Περάσαμε για λίγο από το Μπρίστολ, καθώς πηγαίναμε στο Λονδίνο.

τηλεφωνώ

phrasal verb, intransitive (phone)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Radio listeners are encouraged to call in to make comments.
Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια.

ακυρώνω, ματαιώνω

phrasal verb, transitive, separable (often passive (cancel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The town's annual picnic was called off due to rain.
Το ετήσιο πικ νικ της πόλης ακυρώθηκε (or: ματαιώθηκε) εξαιτίας της βροχής.

απευθύνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (seek help)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John called on his friends for support.
Ο Τζον απευθύνθηκε στους φίλους του για βοήθεια.

στρέφομαι σε κπ, απευθύνομαι σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (turn to [sb] for help)

When you need help, then who can you call upon if not your friends?
Σε ποιον άλλον εκτός από τους φίλους σου θα απευθυνθείς, όταν χρειάζεσαι βοήθεια;

καλώ κπ να κάνει κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (request that [sb] do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The union called on the workers to support a strike.

κάνω σύντομη επίσκεψη

phrasal verb, transitive, inseparable (visit [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John called on Mary while she was in the hospital.
Ο Τζον έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη Μαίρη, ενώ αυτή ήταν στο νοσοκομείο.

επισκέπτομαι

phrasal verb, intransitive (visit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter said that he would call round sometime this afternoon.
Ο Πίτερ είπε πως θα περάσει κάποια στιγμή το απόγευμα.

τηλεφωνώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (phone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's call her up and check the plans.
Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια.

επιστρατεύω, κατατάσσω, στρατολογώ

phrasal verb, transitive, separable (usu passive (military: enlist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conscripts were called up for military service according to their birthdates.
Οι κληρωτοί στρατολογήθηκαν για τη θητεία τους σύμφωνα με την ημερομηνία γέννησής τους.

υπερβάλλων ζήλος

expression (more than required) (επιδεικνύω)

He was honored for performing above and beyond the call of duty.

στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή

expression (available to serve you at any time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I will be at your beck and call.

κελάηδισμα

noun (song of a bird)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συσκεύη που μιμείται το κελάηδισμα των πουλιών

noun (device: mimics birdsong)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τηλεφωνικό σεξ

noun (US, slang (phone call for sex)

ξεπέτα

noun (US, slang (person called for sex) (αργκό, μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wasn't that into her but she was a good booty call.

καλώ κπ να λογοδοτήσει

verbal expression (force to explain or justify)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσκλητήριο σάλπισμα

noun (military signal, tune)

Reveille is a famous bugle call that wakes up military personal at dawn.

παύω, σταματώ

verbal expression (order an end to, stop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The machine broke, so the foreman called a halt to the work.
Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έβαλε τέρμα στην εργασία.

λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη

verbal expression (figurative (speak frankly, plainly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Louise has never been afraid of calling a spade a spade.

κάνω στάση

(train: stop at stations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This train will call at Bromley South and London King's Cross.
Το τρένο θα κάνει στάση στους σταθμούς Μπρόμλι Σάουθ και Λόντον Κινγκς Κρος.

εφιστώ την προσοχή σε κτ

verbal expression (point [sth] out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω τηλέφωνο

(return a phone call)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll call back when I can.
Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν μπορέσω.

παίρνω τηλέφωνο

(return phone call to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll call her back later.
Θα την πάρω τηλέφωνο αργότερα.

τηλεφωνικός θάλαμος

noun (US (public phone booth)

Do they still have those red-and-glass telephone call boxes on the streets in London?

τηλεφωνικό κέντρο

noun (phone-in service)

If you need technical support you can contact the call center.

τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση

verbal expression (US (reverse phone charges)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Επειδή δεν είχε χρήματα, τηλεφώνησε στους γονείς του με δική τους χρέωση.

ανταλλάσσω βρισιές

verbal expression (informal (exchange insults) (καθομιλουμένη)

Children love to call each other silly names like Poopy-Head.

πρόσκληση υποβολής

noun (academics: request for articles) (εργασιών, περιλήψεων)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They've just published a call for papers for next year's conference.

πρόσκληση υποβολής προσφορών

noun (business: invitation to bid)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κολ γκερλ, call girl

noun (female prostitute) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

προσκαλώ, καλώ

(summon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's time to call the children in for supper.
Είναι ώρα να καλέσουμε τα παιδιά για βραδινό.

στην οποία τηλεφωνεί το κοινό και βγαίνει στον αέρα

adjective (show, etc.: phone-in)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He hosts a call-in show on the local radio station.
Είναι ο παρουσιαστής μιας εκπομπής του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού στην οποία μπορούν να τηλεφωνήσουν οι ακροατές και να βγουν στον αέρα.

λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος

verbal expression (notify boss you will be off sick)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμφισβητώ

verbal expression (cast doubt on [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματώ δραστηριότητα

verbal expression (informal (stop doing [sth]) (καθομιλουμένη)

I've been working for hours, I'm going to call it a day.

τα παρατάω

verbal expression (informal (stop, end) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm too tired to continue; I'm calling it quits.

αριθμός

plural noun (TV, radio station: code)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βρίζω

verbal expression (informal (insult [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In school, Ralph was a bully and called me names.

κωδικός εντοπισμού

noun (library book) (βιβλίου σε δανειστική βιβλιοθήκη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The first sections of a call number represent the subject of a book.

η φωνή του καθήκοντος

noun (responsibilities)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sirens wailed as the firefighters responded to the call of duty.

φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή

(request visit)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προκαλώ

(informal (challenge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ κπ σχετικά με κτ

verbal expression (informal (challenge: on [sth] said, done)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julia called her uncle out on his offensive remarks.

κλήση

noun (service visit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As an emergency plumber, Jason often had to attend call-outs at the weekends.
Ως υδραυλικός έκτακτης ανάγκης, ο Τζέισον έπρεπε συχνά να εξυπηρετεί κλήσεις τα Σαββατοκύριακα.

κλήσης

noun as adjective (relating to a call-out) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Emergency plumbers charge enormous call-out fees.
Οι υδραυλικοί έκτακτης ανάγκης έχουν πολύ υψηλές χρεώσεις κλήσης.

πρόκληση

noun (challenge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλώ, προσκαλώ

transitive verb (invite, beckon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We called her over to our table to join us.

μεταβίβαση κλήσης

noun (service connecting urgent calls)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λούζω με βρισιές

verbal expression (figurative (repeatedly insult [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can call me every name under the sun, but it doesn't change the situation one bit.

διακριτικό σήμα

noun (TV, radio station: code)

παίρνω παρουσίες

verbal expression (take register of those present)

The teacher called the roll at the beginning of the class.

κάνω κουμάντο

verbal expression (be in charge, make the decisions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The pastor may think he calls the shots, but the organist really leads the worship service.

ανακοινώνω το κλείσιμο

intransitive verb (pub: announce closing) (μπαρ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παύω, σταματώ

intransitive verb (put an end to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I call time, you will put down your pencils and turn your exam papers over.

έκκληση για δράση

noun ([sth] that motivates)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The vandalism was a call to action for the townspeople to band together.

καλώ στα όπλα

noun (figurative (rallying cry) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στα όπλα

noun (battle cry) (κυριολεκτικά, πρόσταγμα)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

υπενθυμίζω

verbal expression (remind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your story calls to mind the day I wore my evening gown to a staff meeting.

καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχία

verbal expression (request silence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινώ

verbal expression (formally begin session) (για συζήτηση, συνέδριο, κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνω, μαζεύω

(summon group)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το χαρτί

noun (informal (military: order to report) (καθομιλουμένη)

υπηρεσία αναμονής κλήσεων

noun (uncountable (telephone service)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αμφισβητώ

verbal expression (challenge [sb] who may be faking)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

των call girl, των κολ γκερλ

noun as adjective (relating to prostitution)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόσκληση

noun (sports: summons to play)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The player was thrilled to receive the call-up to play for his national team.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (phone number: for return call)

Someone from the insurance company called while you were out; I've written down their callback number here.

oντισιόν ανοιχτή στο κοινό

noun (US, figurative, informal (open audition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στο τσακ

noun (informal, figurative (narrow escape)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Phew! That was a close call. I thought he was going to ask to see my ID.
Αμάν! Στο τσακ τη γλιτώσαμε. Πίστευα πως θα ζητήσει να δει την ταυτότητά μου.

δύσκολη απόφαση

noun (informal, figurative ([sth] hard to decide)

It was a close call, but they declared him the winner.

επίσκεψη χωρίς πρόσκληση

noun (unsolicited sales call)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I got my start in sales by making door-to-door cold calls.

κάνω απροειδοποίητα τηλεφωνήματα, κάνω απροειδοποίητα τηλέφωνα

transitive verb (make unsolicited sales calls) (με στόχο την πώληση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He cold-called all the people on his contact list.

κλήση με χρέωση παραλήπτη

noun (US (phone: reversed charges)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τηλεδιάσκεψη, κλήση διάσκεψης

noun (meeting conducted by phone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The advantage of a conference call is that people from all over the world can take part.

διπλωματική επίσκεψη

noun (diplomatic visit)

τηλεφώνημα για λόγους ευγενείας

noun (phone call out of politeness)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Good afternoon Mrs Jones, this is just a courtesy call to let you know your car is now ready for collection.

υπόκλιση

noun (performers' bow at end of play)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σήμα κινδύνου

noun (call for help)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Making a false distress call is a criminal act in many countries.

τηλεφωνώ σε κπ

verbal expression (informal (phone [sb])

σωστή επιλογή

noun (informal (smart decision, wise judgment)

Έπεσες διάνα!

interjection (informal (That is a wise decision) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατ' οίκον επίσκεψη

(professional visit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θέμα κρίσης

noun (subjective decision)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αστική κλήση

noun (short-distance phone call)

He borrowed our telephone but made a local call, so there will be no extra charge.

υπεραστικό τηλεφώνημα

noun (phone call: not local area)

Have at least five dollars ready for a long-distance call.

κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο

verbal expression (informal (phone [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you mind waiting five minutes while I make a call?

τηλεφωνώ σε κπ

verbal expression (informal (phone [sb])

Hold on a second, I just have to make a call to my supervisor.
Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου.

μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης

(stock exchange)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διαθέσιμος για υπηρεσία

adjective (available for duty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My family doctor is on call every Saturday night for patient emergencies.
Ο οικογενειακός μου γιατρός είναι διαθέσιμος για υπηρεσία κάθε Σαββατόβραδο για έκτακτα περιστατικά ασθενών.

επισκέπτομαι

verbal expression (visit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor will pay you a call tomorrow.

κάνω επίσημη επίσκεψη

verbal expression (make diplomatic visit) (διπλωματία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του call στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του call

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.