Τι σημαίνει το informed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης informed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του informed στο Αγγλικά.

Η λέξη informed στο Αγγλικά σημαίνει μορφωμένος, εμπεριστατωμένος, ενημερωμένος, πληροφορημένος, ενήμερος, επηρεασμένος από κτ, ενημερώνω, πληροφορώ, ενημερώνω, πληροφορώ, ειδοποιώ, δικαιολογώ, καταδίδω, ενημερώνομαι κατάλληλα, ελλιπώς ενημερωμένος, μένω ενήμερος, κρατάω κπ ενήμερο, καλά ενημερωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης informed

μορφωμένος

adjective (knowledgeable)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Larry is an informed man, and his opinion matters.
Ο Λάρυ είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος και η γνώμη του μετρά.

εμπεριστατωμένος

adjective (backed by knowledge)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Peter wanted to make an informed decision about what college to attend, so he did his research.
Ο Πήτερ ήθελε να πάρει την απόφασή του σχετικά με το πανεπιστήμιο στο οποίο θα πάει έχοντας γνώσει όλων των παραμέτρων και έτσι έκανε την έρευνά του.

ενημερωμένος, πληροφορημένος

(know all about [sth]) (για κτ/σχετικά με κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lisa is well informed about American history; she recieved an A+ on her essay.
Η Λίζα έχει πολλές γνώσεις για την Αμερικανική ιστορία. Πήρε Α+ στην έκθεσή της.

ενήμερος

(told, updated about [sth]) (για κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Thanks to presentations by her staff, the president is informed about the crisis situation in the distant state.
Χάρη στις παρουσιάσεις του επιτελείου της, η πρόεδρος έχει ενημερωθεί για την κατάσταση της κρίσης στην απομακρυσμένη πολιτεία.

επηρεασμένος από κτ

(influenced by [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her wardrobe style was informed by Hollywood stars of the 1940s.

ενημερώνω, πληροφορώ

transitive verb (tell) (κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We regret to inform you that your account has been suspended.
Λυπούμαστε που σας πληροφορούμε πως ο λογαριασμός σας έχει απενεργοποιηθεί.

ενημερώνω, πληροφορώ, ειδοποιώ

transitive verb (notify) (κάποιον για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As the senior police officer, I had to inform the parents of their son's death.
Ως υψηλόβαθμος αστυνομικός, έπρεπε να ενημερώσω τους γονείς για τον θάνατο του γιου τους.

δικαιολογώ

transitive verb (figurative (give essence to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan's grades informed his father's decision to ground him until he got his life in order.
Οι βαθμοί του Νταν δικαιολόγησαν την απόφαση του πατέρα του να τον τιμωρήσει μέχρι να βάλει μια τάξη στην ζωή του.

καταδίδω

(denounce to police)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hotlines allow people to inform on drug dealers anonymously.

ενημερώνομαι κατάλληλα

verbal expression (be notified of [sth])

When he was arrested, Gary was duly informed of his rights by the policeman.

ελλιπώς ενημερωμένος

adjective (not sufficiently educated)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μένω ενήμερος

(stay up to date)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κρατάω κπ ενήμερο

(update [sb] on progress, events)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

καλά ενημερωμένος

adjective (knowledgeable)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του informed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του informed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.