Τι σημαίνει το aware στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aware στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aware στο Αγγλικά.

Η λέξη aware στο Αγγλικά σημαίνει έχω τον νου μου,, έχω συναίσθηση, ενήμερος, ενήμερος, γνωρίζω, ξέρω, αντιλαμβάνομαι, που έχει πλήρη συναίσθηση, με επίγνωση θέσης, κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, κάνω κπ να αντιληφθεί κτ, ειδοποιώ, ενημερώνω, ενημερώνω, ειδοποιώ, καθιστώ κάτι γνωστό σε κάποιον, ενημερωμένος για τα πολιτικά τεκταινόμενα, ενημερωμένος για την πολιτική επικαιρότητα, που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση, που γνωρίζει καλά, που ξέρει πολύ καλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aware

έχω τον νου μου,

adjective (conscious: of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you drive a car, you must be aware at all times.
Όταν οδηγείς αυτοκίνητο, πρέπει, συνεχώς, να έχεις τον νου σου.

έχω συναίσθηση

adjective (conscious: of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Drivers must be aware of the other cars on the road.
Οι οδηγοί πρέπει να έχουν συναίσθηση των άλλων οχημάτων που βρίσκονται στον δρόμο.

ενήμερος

adjective (informed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The treatment carries certain risks and it is our duty to ensure people are aware before they agree to it.

ενήμερος

adjective (informed) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is it good for young children to be aware of current affairs?
Είναι καλό να είναι ενήμερα τα μικρά παιδιά για τις εξελίξεις;

γνωρίζω, ξέρω

adjective (knowing [sth]) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm well aware that you're ready to leave, but would you please be patient?
Γνωρίζω (or: Ξέρω) καλά ότι θέλεις να φύγεις, μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή σε παρακαλώ;

αντιλαμβάνομαι

verbal expression (notice) (κπ που κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sheila became aware of someone following her.

που έχει πλήρη συναίσθηση

adjective (very conscious: of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με επίγνωση θέσης

adjective (can detect, navigate)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Location-aware devices such as mobile phones allow emergency services to find you easily.

κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, κάνω κπ να αντιληφθεί κτ

(bring [sth] to [sb]'s attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't know how to make him aware of how much he is hurting her feelings.

ειδοποιώ, ενημερώνω

(notify, tell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The office isn't open today. Someone should make him aware.

ενημερώνω, ειδοποιώ, καθιστώ κάτι γνωστό σε κάποιον

verbal expression (notify, tell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενημερωμένος για τα πολιτικά τεκταινόμενα, ενημερωμένος για την πολιτική επικαιρότητα

adjective (informed about politics)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση

adjective (conscious of one's qualities and flaws) (πιο επιστημονικός όρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που γνωρίζει καλά, που ξέρει πολύ καλά

adjective (very conscious: of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aware στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του aware

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.