Τι σημαίνει το quarter στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quarter στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quarter στο Αγγλικά.

Η λέξη quarter στο Αγγλικά σημαίνει ένα τέταρτο, ένα τέταρτο, συνοικία, γειτονιά, είκοσι πέντε λεπτά, 25 λεπτά, είκοσι πέντε σεντς, 25 σεντς, τρίμηνο, τέταρτο, τρίμηνο, δεκαπεντάλεπτο, τέταρτο, τέταρτο, κύκλος, σαράντα πέντε μοιρών, 45 μοιρών, κοιτώνας, κοιτώνας, τεμαχίζω στα τέσσερα, κόβω στα τέσσερα, κόβω στα τέσσερα, στεγάζω, και τέταρτο, παρά τέταρτο, παρά τέταρτο, πρώτο τέταρτο, από όλες τις κατευθύνσεις, είμαι αμείλικτος απέναντι σε κπ, παντού, τελευταίο τέταρτο, λατινική συνοικία, μπούτι, αρχή τριμήνου, προημιτελικός, τέταρτο, τέταρτο, και τέταρτο, Quarter Pounder, στροφή ενενήντα μοιρών, τρίμηνο, τέταρτο φλιτζανιού, προημιτελικός, καμπίνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quarter

ένα τέταρτο

noun (0.25, fourth, 25%)

An eighth and an eighth add up to one quarter.
Ένα όγδοο και ένα όγδοο κάνουν ένα τέταρτο.

ένα τέταρτο

expression (extent: 1/4, one fourth)

A quarter of twelve is three. // Three quarters of 200 is 150.
Το ένα τέταρτο του δώδεκα είναι το τρία. // Τα τρία τέταρτα του 200 είναι το 150.

συνοικία, γειτονιά

noun (district, area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gareth lived in a pleasant quarter; quiet but with some nice bars and shops.
Ο Γκάρεθ έμενε σε μια όμορφη συνοικία (or: γειτονιά) που ήταν ήσυχη αλλά είχε μερικά ωραία μπαράκια και μαγαζιά.

είκοσι πέντε λεπτά, 25 λεπτά, είκοσι πέντε σεντς, 25 σεντς

noun (US, Can (coin: $0.25)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can you lend me a quarter?
Μπορείς να μου δανείσεις είκοσι πέντε λεπτά;

τρίμηνο

noun (business: 3 months)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The firm's turnover for the second quarter was lower than predicted.
Ο τζίρος της εταιρείας το δεύτερο τρίμηνο ήταν χαμηλότερος απ' όσο τις προβλέψεις.

τέταρτο

noun (15 minutes) (της ώρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The church clock struck the quarter.

τρίμηνο

noun (school, university: trimester)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεκαπεντάλεπτο

noun (American football period)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The home team are doing well in this quarter.

τέταρτο

noun (phase of the moon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The moon is now in its last quarter.

τέταρτο

noun (informal (weight: quarter of a pound) (της λίβρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tabitha bought a quarter of mint humbugs.

κύκλος

noun (often plural (unspecified area, group)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In some quarters, rumour has it that the Prime Minister is going to resign.

σαράντα πέντε μοιρών, 45 μοιρών

noun as adjective (turn: 45 degrees)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Make a quarter turn to the right.

κοιτώνας

plural noun (military housing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sally found her quarters less comfortable than she would have liked, but she supposed that was just one aspect of army life she'd have to get used to.

κοιτώνας

plural noun (nurses' housing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mike headed back to his quarters after a long day on the ward.

τεμαχίζω στα τέσσερα, κόβω στα τέσσερα

transitive verb (historical (executed body: cut into 4)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Guy Fawkes was hung, drawn, and quartered.

κόβω στα τέσσερα

transitive verb (divide into four)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fred quartered the sandwich and gave one piece to each of the four children.

στεγάζω

transitive verb (house)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army quartered Simon and his family in one of the houses on the base.

και τέταρτο

expression (time: fifteen minutes after) (ώρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He arrived at a quarter past nine.

παρά τέταρτο

expression (fifteen minutes before)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll meet you at a quarter till one... in the afternoon, of course.

παρά τέταρτο

expression (time: fifteen minutes before)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's almost a quarter to five; we're running late.
Είναι σχεδόν πέντε παρά τέταρτο, έχουμε αργήσει

πρώτο τέταρτο

noun (astronomy) (φάσεις σελήνης)

από όλες τις κατευθύνσεις

adverb (from everyone, everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When the player came onto the field there were cheers from every quarter.

είμαι αμείλικτος απέναντι σε κπ

verbal expression (show no mercy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The border guards gave no quarter to anyone they caught trying to cross illegally.

παντού

adverb (in all areas, all over)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Prague is certainly lovely: there are fine old buildings in every quarter.

τελευταίο τέταρτο

(astronomy)

λατινική συνοικία

noun (student district)

The Latin Quarter in Paris is on the Left Bank of the Seine, around the Sorbonne university.

μπούτι

noun (poultry cut: thigh and drumstick) (πουλερικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The leg quarters are usually the most economical cut when you need to feed a large group.

αρχή τριμήνου

noun (date: new season begins)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προημιτελικός

noun (round: decides semi-finalists)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τέταρτο

noun (15 minutes) (της ώρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέταρτο

noun (music: fourth of a whole note) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A quarter note is twice as long as an eighth note.

και τέταρτο

noun (fifteen minutes after the hour) (χρόνος)

It's three o'clock now; I can stay here till quarter past.
Τώρα είναι τρεις. Μπορώ να μείνω εδώ μέχρι τις και τέταρτο.

Quarter Pounder

noun (® (fast food: burger) (είδος μπέργκερ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

στροφή ενενήντα μοιρών

noun (90-degree rotation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρίμηνο

noun (3 months)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέταρτο φλιτζανιού

noun (US (measure: one fourth of a cupful)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προημιτελικός

noun (elimination contest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The townspeople were excited for the quarterfinal of the singing competition.

καμπίνα

noun (dormitory, bedroom, etc.) (μέσο μεταφοράς)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quarter στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του quarter

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.