Τι σημαίνει το keep up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης keep up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του keep up στο Αγγλικά.

Η λέξη keep up στο Αγγλικά σημαίνει προλαβαίνω, συναγωνίζομαι, παρακολουθώ, ακολουθώ, παρακολουθώ, ακολουθώ, συνεχίζω, συμβαδίζω, μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνει, συναγωνίζομαι, προχωρώ, συνεχίζω, πλεονεκτώ, συνεχίζω έτσι, συνεχίζω έτσι, κρατάω κπ ενήμερο, διατηρώ κτ ενημερωμένο, ενημερώνομαι, ψηλά το κεφάλι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης keep up

προλαβαίνω

phrasal verb, intransitive (go as fast)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He walked so fast that I could barely keep up.
Περπατούσε τόσο γρήγορα που μετά βίας μπορούσα να τον προλάβω.

συναγωνίζομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (perform as well) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Real Madrid are in such good form that the other teams are struggling to keep up.
Η Ρεάλ Μαδρίτης βρίσκεται σε τόσο καλή φόρμα που οι άλλες ομάδες δυσκολεύονται να τη φτάσουν.

παρακολουθώ, ακολουθώ

phrasal verb, intransitive (figurative (stay informed) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Technology moves too fast these days for me to keep up.
Στις μέρες μας η τεχνολογία εξελίσσεται πολύ γρήγορα για να την ακολουθήσω.

παρακολουθώ, ακολουθώ

phrasal verb, intransitive (figurative (not fall behind)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The course is very intensive, and some students are having difficulties in keeping up.
Το μάθημα είναι πολύ εντατικό και ορισμένοι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να το παρακολουθήσουν.

συνεχίζω

phrasal verb, transitive, separable (maintain, continue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita still keeps her gardening up even though she's in her eighties.
Η Ρίτα συνεχίζει με την κηπουρική της, παρόλο που διανύει τα ογδόντα.

συμβαδίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (go as fast)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The old woman struggled to keep up with her agile young granddaughter.
Η γριά γυναίκα αγωνιζόταν για να καταφέρει να συμβαδίσει με τη νεαρή εγγονή της.

μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνει

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (stay informed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you keeping up with all the news from Copenhagen?
Μαθαίνεις όλα τα νέα από την Κοπεγχάγη;

συναγωνίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (perform as well)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stella is failing to keep up with her classmates in maths.
Η Στέλλα δεν καταφέρνει να φτάσει τους συμμαθητές της στα μαθηματικά.

προχωρώ, συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (not fall behind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's hard to keep up with my studies when I have to work at the restaurant every evening.
Είναι δύσκολο να τα βγάλω πέρα με τις σπουδές μου όταν πρέπει να δουλεύω στο εστιατόριο κάθε βράδυ.

πλεονεκτώ

verbal expression (figurative, informal (stay ahead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω έτσι

verbal expression (informal (maintain at same pace or level)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You got straight A's this term - keep it up! Good work, Alan - keep it up!
Πήρες σε όλα 'Α αυτό το τρίμηνο. Συνέχισε έτσι! Μπράβο Άλαν, συνέχισε έτσι!

συνεχίζω έτσι

verbal expression (expressing approval) (επιδοκιμασίας)

My teacher told me to keep up the good work after I scored 100% in the exam.

κρατάω κπ ενήμερο

verbal expression (inform regularly) (για κάτι, σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We'll keep you up to date with the latest business news.

διατηρώ κτ ενημερωμένο

verbal expression (update)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's important to keep your business website up to date.
Είναι σημαντικό να διατηρείτε ενημερωμένο τον ιστότοπο της επιχείρησής σας.

ενημερώνομαι

verbal expression (stay informed) (για κάτι, σχετικά με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I read Vogue magazine to keep up to date with all the latest fashions.

ψηλά το κεφάλι

interjection (informal, figurative (encouragement) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Keep your chin up – I'm sure you'll find a solution to the problem.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του keep up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του keep up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.