Τι σημαίνει το intento στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης intento στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intento στο ισπανικά.

Η λέξη intento στο ισπανικά σημαίνει δοκιμάζω, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, κάνω μια προσπάθεια σε κτ, δοκιμάζω να, προσπαθώ να, δοκιμάζω, επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, επιχειρώ, δοκιμάζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, προσπαθώ να κάνω κτ, προσπαθώ, προσπαθώ, δοκιμάζω κτ, προσπάθεια, δοκιμή, δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ, δοκιμάζω, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, κάνω μια δοκιμή, δοκιμάζω, επιχειρώ, προσπάθεια, προσπάθεια, προσπάθεια, απόπειρα, απόπειρα, προσπάθεια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προσπάθεια, προσπάθεια, απόπειρα, προσπάθεια, απόπειρα, επιτίθεμαι, επιχειρώ ξανά, ξαναπροσπαθώ, δαγκώνω τον αέρα, δαγκώνω στον αέρα, στριφογυρίζω, ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ, αποτολμώ μια εικασία, ρισκάρω μια εικασία, φλερτάρω, δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι, υπερβάλλω εαυτόν, δοκιμάζω, καθυστερώ, χρονοτριβώ, κρατιέμαι από κτ, ξαναδοκιμάζω, το παρακάνω, πάω να αρπάξω, προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπ, παίρνω lead, δοκιμάζω να ανοίξω, προσπαθώ να ανοίξω, κλέβω, τρώω, μειώνω την τιμή, αρπάζω, πιάνω, κρατώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης intento

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nunca has ido a esquiar, deberías por lo menos intentarlo.

κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los franceses intentaron construir un canal en Panamá, pero fracasaron.

κάνω μια προσπάθεια σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Intentó tener éxito en las audiciones, pero falló.

δοκιμάζω να, προσπαθώ να

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quería intentar hacer la licenciatura.
Ήθελε να προσπαθήσει να πάρει μπάτσελορ.

δοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Alguna vez intentaste hacer bungee jumping?

επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω

(κάτι, να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Intentaré hablar con él el lunes.
Θα επιχειρήσω να του μιλήσω τη Δευτέρα.

επιχειρώ, δοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos intentando algo que nunca fue hecho antes.
Επιχειρούμε (or: Δοκιμάζουμε) κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ.

προσπαθώ, δοκιμάζω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Intenta poner la música a un volumen suave, y tal vez escuches los violines en el fondo.
Προσπάθησε να παίξεις τη μουσικά χαμηλά και μπορεί να ακούσεις την υπόκρουση από βιολιά.

προσπαθώ να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No intentes hacerlo cambiar de opinión; te arrepentirás.
Μην προσπαθήσεις να του αλλάξεις γνώμη, θα το μετανιώσεις.

προσπαθώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Intenta hacer toda tu tarea esta noche.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προσπάθησε να κάνεις όλα σου τα μαθήματα από απόψε.

προσπαθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es una escalada que ni los más fuertes están dispuestos a intentar.
Είναι μια αναρρίχηση που ακόμη και οι πιο τολμηροί διστάζουν να αποπειραθούν.

δοκιμάζω κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry estaba intentando resolver el crucigrama.

προσπάθεια, δοκιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Puedo hacer un intento?

δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No puedo terminar este crucigrama, ¿quieres probar tú?
Δεν μπορώ να τελειώσω το σταυρόλεξο. Θες να δοκιμάσεις εσύ τις δυνάμεις σου;

δοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα

(δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aunque Brian nunca había hecho kayak antes, un día le dio por probarlo.
Αν και ο Μπράιαν δεν είχε κάνει ποτέ καγιάκ, ξαφνικά αποφάσισε να κάνει μια δοκιμή.

προσπαθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Parece inútil, pero igual creo que debemos tratar.

κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, κάνω μια δοκιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nunca había practicado esquí acuático, así que decidí hacer un intento.
Δεν έχω κάνει ποτέ πριν θαλάσσιο σκι, έτσι αποφάσισα να κάνω μια δοκιμή.

δοκιμάζω, επιχειρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría aprender a jugar al golf, un día voy a hacer un intento.

προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fue a Hollywood a hacer un intento en actuación.

προσπάθεια

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Ese es tu mejor intento?
Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις;

προσπάθεια

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El intento de hacer una canasta fue bien logrado y marcaron dos puntos más.

απόπειρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El intento de Patrick de pintar la puesta del sol fue un desastre.
Η προσπάθεια του Πάτρικ να ζωγραφίσει το ηλιοβασίλεμα κατέληξε σε φιάσκο.

απόπειρα, προσπάθεια

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sé que crees que no puedes hacerlo, pero tienes que hacer el intento.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nombre masculino

El corte cicatrizó rápidamente al primer intento.

προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hizo un esfuerzo en limpiar la cocina, pero no quedó muy limpia al finalizar.

προσπάθεια, απόπειρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Habrá una nueva tentativa de romper el récord este año.
Θα γίνει μια νέα προσπάθεια (or: απόπειρα) να σπάσουμε το ρεκόρ φέτος.

προσπάθεια, απόπειρα

(béisbol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hoy tuvo tres turnos al bate y en los tres logró conectar un hit.
Σήμερα, είχε τρία εύστοχα χτυπήματα σε τρεις προσπάθειες στο μπέιζμπολ.

επιτίθεμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joyce estaba acariciando el gato cuando de repente este atacó.
Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε.

επιχειρώ ξανά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξαναπροσπαθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reintenté el pago dos veces y el banco bloqueó la tarjeta.

δαγκώνω τον αέρα, δαγκώνω στον αέρα

(χωρίς να υπάρχει κάτι κοντά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El perro estaba gruñendo y mordiendo.
Το σκυλί γρύλιζε και δάγκωνε στον αέρα.

στριφογυρίζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El niño pequeño se retorcía en los brazos de su madre.

ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gary no estaba contento con el primer intento así que decidió hacer otro intento.

αποτολμώ μια εικασία, ρισκάρω μια εικασία

(λόγιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si todo lo demás falla, tendrás que arriesgarte a adivinar.

φλερτάρω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι

locución verbal

Si no te sale la primera vez, inténtalo de nuevo.

υπερβάλλω εαυτόν

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθυστερώ, χρονοτριβώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κρατιέμαι από κτ

ξαναδοκιμάζω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ese intento no salió bien, así que voy a intentarlo otra vez.

το παρακάνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estás abarcando demasiado yendo a tantas clases.

πάω να αρπάξω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω lead

locución verbal (béisbol)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los corredores generalmente intentan robar bases cuando tienen dos outs.
Οι δρομείς παίρνουν lead με δύο άουτ.

δοκιμάζω να ανοίξω, προσπαθώ να ανοίξω

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Intentó abrir la puerta.

κλέβω, τρώω

(la pareja a alguien) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally le intentó robar el novio a Amber la noche pasada.

μειώνω την τιμή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los accionistas intentaban bajar el precio de las acciones.

αρπάζω, πιάνω, κρατώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Juan intentaba agarrar el borde de la piscina mientras sus amigos trataban de sacarlo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intento στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.