Τι σημαίνει το appealing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης appealing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του appealing στο Αγγλικά.

Η λέξη appealing στο Αγγλικά σημαίνει ελκυστικός, θελκτικός, ενδιαφέρων, είμαι ελκυστικός, αρέσω, ζητάω, απευθύνομαι, κάνω έκκληση, απευθύνομαι σε κπ, στρέφομαι σε κπ, ασκώ έφεση, έφεση, γοητεία, ελκυστικότητα, έκκληση, έκκληση, παρακλητικό βλέμμα, αισθητικά ευχάριστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης appealing

ελκυστικός, θελκτικός

adjective (attractive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dean had nice hair and an appealing smile.
Ο Ντην είχε ωραία μαλλιά και ένα όμορφο χαμόγελο.

ενδιαφέρων

adjective (of interest)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Justin did not find home improvement projects appealing; he was more interested in computer games.
Ο Τζάστιν δεν θεωρούσε τις δουλειές ανακαίνισης του σπιτιού ενδιαφέρουσες. Τον ενδιέφεραν περισσότερο τα παιχνίδια στον υπολογιστή.

είμαι ελκυστικός

intransitive verb (be attractive)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The idea of working a sixty-hour week doesn't really appeal.
Η ιδέα να δουλεύω 60 ώρες την εβδομάδα δε με ελκύει (or: τραβάει) πολύ.

αρέσω

(be attractive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is the film's intense love story that appeals to teenage girls.
Η δυνατή ιστορία αγάπης της ταινίας είναι που τραβάει τις έφηβες.

ζητάω

(ask for help) (βοήθεια: από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She appealed for his help.
Ζήτησε τη βοήθειά του.

απευθύνομαι

verbal expression (ask for help) (σε κπ για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The state governors appealed to the President for help in stopping the riots.
Οι κυβερνήτες της πολιτείας ζήτησαν βοήθεια από τον Πρόεδρο για να σταματήσουν τις εξεγέρσεις.

κάνω έκκληση

verbal expression (ask) (σε κάποιον να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Senator appealed to his fellow legislators to vote for more aid to the poor.
Ο Γερουσιαστής κάλεσε τους άλλους νομοθέτες να ψηφίσουν για την παροχή μεγαλύτερης βοήθειας στους απόρους.

απευθύνομαι σε κπ, στρέφομαι σε κπ

(ask)

William appealed to his father in the hope that he would provide him with a loan.
Ο Γουίλιαμς απευθύνθηκε στον πατέρα του με την ελπίδα ότι θα του έδινε ένα δάνειο.

ασκώ έφεση

transitive verb (law: request review of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The murderer appealed his forty-year sentence.
Ο δολοφόνος αποφάσισε να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης που τον καταδίκασε σε κάθειρξη σαράντα ετών.

έφεση

noun (law: request for review) (νομικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The appeal against his conviction failed, and he was sent back to prison.
Η έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης εναντίον του απορρίφθηκε, κι έτσι επέστρεψε στη φυλακή.

γοητεία, ελκυστικότητα

noun (attraction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That house certainly has some appeal.
Αυτό το σπίτι έχει σίγουρα ένα κάποιο ενδιαφέρον.

έκκληση

noun (petition, plea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The appeal for more time to prepare the case was denied.
Το αίτημά του για περισσότερο χρόνο, ώστε να προετοιμάσει την υπόθεση, δεν έγινε δεκτό.

έκκληση

noun (urgent request)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Red Cross's appeal for blood donations met with a good response.

παρακλητικό βλέμμα

noun (expression, gaze: asking for [sth])

The cat gave me an appealing look as I sliced the cheese.
Η γάτα που έριξε ένα παρακλητικό βλέμμα ενώ έκοβα το τυρί.

αισθητικά ευχάριστος

(attractive, beautiful)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του appealing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του appealing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.