Τι σημαίνει το junior στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης junior στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του junior στο Αγγλικά.

Η λέξη junior στο Αγγλικά σημαίνει μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού, μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου, δημοτικό, της δευτέρας λυκείου, τριτοετής, παιδικός, βοηθός, νέων, ο νεότερος, κατώτερος, χαμηλόβαθμος δικηγόρος στο Η.Β., Junior, Τζούνιορ, νέος, νεάνιδα, νεότερος, μικρότερος, μικρά μεγέθη, ο νεότερος, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, πρωταθλητής νέων, σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χαμηλότερου επιπέδου από το πανεπιστήμιο, γυμνάσιο, γυμνάσιο, junior manager, Ολυμπιακοί Αγώνες Νέων, δημοτικό σχολείο, μικρή σουίτα, ομάδα παίδων, δευτέρα λυκείου, τρίτο έτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης junior

μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού

noun (UK (primary school student)

Harry is just a junior; he hasn't learned about that yet.

μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου

noun (US (high school student in 3rd year) (αντιστοιχία στην Ελλάδα)

Amanda studied abroad when she was a junior.

δημοτικό

adjective (UK (relating to pupils age 7-11) (σχολείο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Phillip is a pupil at the junior school in town.

της δευτέρας λυκείου

adjective (US (in, of 3rd year at high school)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter took his girlfriend to the junior prom.

τριτοετής

adjective (US (university student: in 3rd year)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary is a junior college student, and is trying to decide whether to apply for graduate school.

παιδικός

adjective (for younger people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate send her toddler off to play at the junior playground.

βοηθός

adjective (novice, assistant) (με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Seth is a junior welder at the factory.

νέων

adjective (sport: for the under-20s) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Josh competed in the junior national soccer league.

ο νεότερος

adjective (US (son: with father's first name)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The head of the organization is John Smith Junior.

κατώτερος

adjective (lower in rank) (κάποιου ή από κπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't like being told what to do by people who are junior to me.

χαμηλόβαθμος δικηγόρος στο Η.Β.

noun (barrister)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
David couldn't plead cases at the higher courts because he was only a junior.

Junior, Τζούνιορ

noun (US (son with father's first name)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Greg had the same name as his dad, so he went by Junior.

νέος, νεάνιδα

noun (sportsperson under 20)

Ben was still a junior, but soon he'd be able to play in the senior league.

νεότερος, μικρότερος

noun (younger of two)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seth is Amy's junior by a year. My brother Alec is five years my junior.

μικρά μεγέθη

plural noun (smaller-sized women's clothing)

All of these dresses are too large, the juniors are over here.

ο νεότερος

noun (written, abbreviation (in son's name)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Robert Downey Jr. is a great actor.

μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου

noun (US, abbreviation (student: highschool junior)

πρωταθλητής νέων

noun (sport: winner of youth contest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χαμηλότερου επιπέδου από το πανεπιστήμιο

noun (US (higher education)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After Steve finished junior college, he went to the University of Iowa.

γυμνάσιο

noun (US (lower secondary school)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The transition from junior high to high school can be tough for some kids.

γυμνάσιο

noun (US (lower secondary)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen is in her third year at junior high school.

junior manager

noun (low-level director or coordinator)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The company has organized a training session for all its junior managers.

Ολυμπιακοί Αγώνες Νέων

plural noun (sports competition for youth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημοτικό σχολείο

noun (UK (primary school)

μικρή σουίτα

noun (large hotel room)

ομάδα παίδων

noun (US (sports team: below varsity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δευτέρα λυκείου

noun (US (eleventh year in school)

τρίτο έτος

noun (US (third year in university) (πανεπιστήμιο)

Many universities offer students the chance to spend their junior year abroad.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του junior στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του junior

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.