Τι σημαίνει το younger στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης younger στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του younger στο Αγγλικά.

Η λέξη younger στο Αγγλικά σημαίνει νεότερος, μικρότερος, νεότερος από, μικρότερος από, νεότερος, μικρότερος, ο νεότερος, ο μικρότερος, νέος, νέος, νεανικός, μικρό, η νεολαία, νεός, καινούριος, μη παλαιωμένος, νεανικό κοινό, νεολαία, νέα γενιά, μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης younger

νεότερος, μικρότερος

adjective (not as old)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can't tell which of the horses is younger. When I was younger, I did a lot of silly things.
Δεν φαίνεται ποιο από τα άλογα είναι μικρότερο (or: νεότερο).

νεότερος από, μικρότερος από

expression (not as old as)

All of my siblings are younger than me.
Όλα τα αδέρφια μου είναι μικρότερα από (or: νεότερα από) εμένα.

νεότερος, μικρότερος

adjective (sibling: born later)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My younger brother moved to Australia.
Ο μικρότερος αδελφός μου μετακόμισε στην Αυστραλία.

ο νεότερος, ο μικρότερος

noun (one born later)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Which of the twin sisters is the younger?
Ποια από τις δίδυμες αδερφές είναι η μικρότερη;

νέος

adjective (at an early stage in life)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is still young and has a lot to learn.
Είναι μικρός ακόμα, και έχει πολλά να μάθει.

νέος

adjective (youthful) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You look very young for someone over sixty.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρά τα πενήντα της χρόνια, η γυναίκα μου έχει νεανική επιδερμίδα.

νεανικός

adjective (occurring early in life)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Young love can be difficult on the emotions.
Οι νεανικοί έρωτες μπορεί να είναι δύσκολοι συναισθηματικά.

μικρό

noun (offspring)

The lion's young drank their mother's milk.

η νεολαία

plural noun (young people)

The young will always refuse to listen to their parents.

νεός, καινούριος

adjective (inexperienced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is young at this job, but he will get better in time.

μη παλαιωμένος

adjective (food or drink: not aged)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This is a young wine and has not developed much character.

νεανικό κοινό

noun (informal, figurative (youth, young consumers)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νεολαία, νέα γενιά

noun (youth, adolescents)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The younger generation don't always appreciate older styles of music.

μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή

noun (female sibling born after you)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm going to university next year, but my younger sister is still at primary school.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του younger στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του younger

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.