Τι σημαίνει το young στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης young στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του young στο Αγγλικά.
Η λέξη young στο Αγγλικά σημαίνει νέος, νέος, νεανικός, μικρό, η νεολαία, νεός, καινούριος, μη παλαιωμένος, Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα, πολιτικοποιημένος νέος, ανώριμο κορίτσι, πεθαίνω νέος, σχετικά νέος, σχετικά μικρός, νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος, νεαρός ενήλικας, νεαρό κορίτσι, νεαρό κορίτσι, νέος άντρας, παιδί, νεολαία, νεολαία, νεαρή γυναίκα, που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης young
νέοςadjective (at an early stage in life) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is still young and has a lot to learn. Είναι μικρός ακόμα, και έχει πολλά να μάθει. |
νέοςadjective (youthful) (άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You look very young for someone over sixty. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρά τα πενήντα της χρόνια, η γυναίκα μου έχει νεανική επιδερμίδα. |
νεανικόςadjective (occurring early in life) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Young love can be difficult on the emotions. Οι νεανικοί έρωτες μπορεί να είναι δύσκολοι συναισθηματικά. |
μικρόnoun (offspring) The lion's young drank their mother's milk. |
η νεολαίαplural noun (young people) The young will always refuse to listen to their parents. |
νεός, καινούριοςadjective (inexperienced) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is young at this job, but he will get better in time. |
μη παλαιωμένοςadjective (food or drink: not aged) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This is a young wine and has not developed much character. |
Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήνταnoun (UK, figurative (1950s male writer) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πολιτικοποιημένος νέοςnoun (figurative (politically active male) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανώριμο κορίτσιnoun (pejorative, dated (young, immature girl) |
πεθαίνω νέος(not live to a very old age) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sometimes it seems that only the good die young. |
σχετικά νέος, σχετικά μικρός(not quite old enough) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He seems rather young to be applying for this job. |
νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος(not old enough) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Children are much too young to donate blood. |
νεαρός ενήλικαςnoun (youth in late teens) Today's young adults are collectively known as Generation Z. |
νεαρό κορίτσιnoun (female child) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The young girl is going to school on foot. |
νεαρό κορίτσιnoun (polite (female child or youthful adult) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νέος άντραςnoun (male child or youthful adult) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παιδίnoun (child) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Come on, young ones, it's your bedtime! |
νεολαίαplural noun (youth, adolescents) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The young ones were drinking Coke and Fanta, while the grown-ups were drinking wine. |
νεολαίαnoun (often pl (youth, adolescent) (ως σύνολο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Most movies today are targeted towards young people. |
νεαρή γυναίκαnoun (youthful adult female) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνισηadjective (having a youthful appearance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του young στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του young
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.