Τι σημαίνει το rating στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rating στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rating στο Αγγλικά.

Η λέξη rating στο Αγγλικά σημαίνει αξιολόγηση, καταλληλότητα, τηλεθέαση, τηλεθέαση, ονομαστική τιμή, σύστημα κατάταξης, δείκτης, τιμή, ρυθμός, χαρακτηρίζω, αξιολογώ, βαθμολογώ κτ με κτ, χαρακτηρίζω, κρίνω, φόρος, βρίσκομαι σε μια θέση, είμαι σε μια θέση, τέλος, βαθμός, μετράω, μετρώ, βαθμολογώ, εκτιμώ, θεωρώ, δικαιούμαι, αξίζω, βαθμολογώ, εκτιμώμαι, εκτιμώ, αξιολόγηση αξιοπιστίας, αξιολόγηση φερεγγυότητας, αξιολόγηση κατηγορίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rating

αξιολόγηση

noun (ranking on a numerical scale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rating of the products was based on a number of criteria.
Η αξιολόγηση των προϊόντων βασίστηκε σε μια σειρά κριτηρίων.

καταλληλότητα

noun (film certification) (ταινίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This film has an 18 rating, so you can't take your kids to see it.
Η καταλληλότητα της ταινίας είναι για άνω των 18, οπότε δεν μπορείς να πας τα παιδιά σου να τη δουν.

τηλεθέαση

noun (TV market share)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεθέαση

plural noun (TV show: number of viewers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This show's ratings are better than expected.
Τα ποσοστά τηλεθέασης της εκπομπής είναι μεγαλύτερα από τα αναμενόμενα.

ονομαστική τιμή

noun (electrical) (τάσης, ισχύος κ.λπ.)

This appliance has a rating of 240 volts.

σύστημα κατάταξης

plural noun (classification system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
These ratings allow us to easily compare different products.

δείκτης

noun (measurement, ratio)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The birth rate is steadily increasing.
Ο δείκτης γεννητικότητας αυξάνει συνεχώς.

τιμή

noun (price, fee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is your rate for this service?
Ποια είναι η τιμή σας για αυτήν την υπηρεσία;

ρυθμός

noun (speed, pace)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The rate of growth is amazing.
Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι εκπληκτικός.

χαρακτηρίζω

transitive verb (film, etc.: classify) (ο κριτικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All new films must be rated by the censors before they can be screened in public.
Οι λογοκριτές πρέπει να χαρακτηρίζουν όλες τις νέες ταινίες, πριν καταστεί δυνατή η προβολή τους στο κοινό.

αξιολογώ

transitive verb (evaluate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss will rate your performance.
Το αφεντικό θα αξιολογήσει τις επιδόσεις σου.

βαθμολογώ κτ με κτ

transitive verb (book, film: give a rating)

I rate this book five stars.
Βαθμολογώ αυτό το βιβλίο με πέντε αστέρια.

χαρακτηρίζω, κρίνω

transitive verb (film, etc.: classify) (ο κριτικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The board rated the movie "R."
Η ταινία χαρακτηρίστηκε ακατάλληλη από το συμβούλιο.

φόρος

plural noun (UK (property tax)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Rates are levied on business property.
Οι φόροι επιβάλλονται στην περιουσία των επιχειρήσεων.

βρίσκομαι σε μια θέση, είμαι σε μια θέση

transitive verb (be ranked) (αριθμός θέσης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He rates second in the world.
Είναι δεύτερος σε όλο τον κόσμο.

τέλος

plural noun (UK (public utility charges)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rates are high for property in this area.
Τα τέλη είναι υψηλά για ιδιοκτησίες σε αυτήν την περιοχή.

βαθμός

noun (rank, class)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Leo's rate in the Navy is E3.

μετράω, μετρώ

intransitive verb (be important) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His concerns do not rate.

βαθμολογώ

transitive verb (assess numerically)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Movie critics rate films on a scale of one to five.
Οι κριτικοί ταινιών βαθμολογούν τις ταινίες με μια κλίμακα από ένα έως δέκα.

εκτιμώ

transitive verb (assign a financial value to) (την αξία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company value was rated at 10 million dollars.
Η αξία της εταιρείας εκτιμήθηκε στα 10 εκατομμύρια δολάρια.

θεωρώ

transitive verb (consider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I rate him among my friends.

δικαιούμαι, αξίζω

transitive verb (merit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She rates consideration.

βαθμολογώ

transitive verb (grade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher rated her paper an "A".

εκτιμώμαι

transitive verb (UK (tax) (η αξία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The property was rated at £5 a year.

εκτιμώ

transitive verb (informal (esteem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I know he's one of the most famous directors of all time, but I don't rate him.

αξιολόγηση αξιοπιστίας

noun (trustworthiness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company has a high credibility rating.

αξιολόγηση φερεγγυότητας

noun (ability to repay debt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bank only lent money to companies with very high credit ratings.

αξιολόγηση κατηγορίας

noun (level or degree ranking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rating στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rating

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.