Τι σημαίνει το jusqu'à στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jusqu'à στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jusqu'à στο Γαλλικά.
Η λέξη jusqu'à στο Γαλλικά σημαίνει μέχρι, ως, έως, μέχρι, ως, έως, μέχρι, έως, ως, ως, μέχρι, έως, μέχρι, μέχρι, έως, ως, μέχρι, ως, έως, μέχρι τότε, ως και, μέχρι, έως, ως, μέχρι, μεγάλη απόσταση, πριν από, νωρίτερα από, μέχρι, έως, ως, προς την ενδοχώρα, μέχρι, μέχρι, ολόκληρη την απόσταση, μέχρι, μέχρι, αντέχω, μέχρι στιγμής, αδειάζω, σάπιος μέχρι το κόκαλο, που έχει παλιώσει, το δάγκωσα από το κρύο, μέχρι τη μέση, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, σε κάποιο βαθμό, μέχρι το κόκκαλο, κατ' επανάληψη, επανειλημμένως, μέχρι τώρα, μερικώς, σε κάποιο βαθμό, για πάντα, μέχρι τώρα/στιγμής, μέχρι στιγμής, ως τώρα, μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, μέχρι το σημείο της εξάντλησης, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι προσφάτως, από την αρχή μέχρι το τέλος, μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι σήμερα, μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου, ως ένα σημείο, σε όλη την διαδρομή, νεώτερη ειδοποίηση, oλωσδιόλου, εντελώς, σε κάποιο βαθμό, έως, ως, μέχρι, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, ξεπροβοδίζω, κάνω ωτοστόπ, το παρακάνω με κτ, το παρατραβάω με κτ, κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαι, καταστρέφομαι οικονομικά, μετράω ως το, μετράω έως το, σχεδόν γίνομαι, λιώνω, φθείρομαι, περιμένω να τελειώσει κτ, σάπιος μέχρι το κόκαλο, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό, ως την λαβή του μαχαιριού, ως το τέλος, μέχρι το τέλος, μέχρι να τα ξαναπούμε, πορεία, εξέλιξη, έως, ως, μέχρι, ακριβώς απέναντι, βάζω κόκκινη γραμμή, έχω ως κόκκινη γραμμή, παραλίγο να κάνω κτ, τρέχω σε κπ/κτ, μέχρι, κουρελιάζω, συνοδεύω κπ σε κτ, ως, έως, μέχρι, συνοδεύω κπ έξω από κτ, εξελίσσομαι σε κτ, φτάνω, αρκώ, τύφλα, μέχρι τη μέση, μέχρι αργά τη νύχτα, μέχρι αργά, έως και, για πάντα, ο βαθμό που, πλησιάζω κρυφά κπ/κτ, προωθώ, ξεπροβοδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jusqu'à
μέχρι, ως, έωςpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Stephen a été au bar jusqu'à la fermeture. Ils ont attendu jusqu'à la fête pour annoncer la grande nouvelle. Ο Στίβεν ήταν στο μπαρ μέχρι που έκλεισε. Περίμεναν μέχρι το πάρτι για να ανακοινώσουν τα σπουδαία νέα. |
μέχρι, ως, έωςpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Vous devez rester dans le métro jusqu'à Kings Cross puis, changer pour prendre une autre ligne. Πρέπει να μείνεις στον συρμό μέχρι να φτάσεις στον σταθμό Κινγκς Κρος και μετά άλλαξε άλλη γραμμή. |
μέχρι, έως, ωςpréposition (date) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Jusqu'à ce jour, l'immeuble original est toujours debout. |
ως, μέχρι, έωςpréposition (limite) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il avait froid jusqu'aux os après avoir skié. |
μέχρι
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Ο Αλί έμενε με τη θεία και τον θείο του να γίνει δεκαοχτώ. |
μέχρι, έως, ως
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Harry était tellement fatigué qu'il a dormi jusqu'à midi. Ο Χάρι ήταν τόσο κουρασμένος που κοιμήθηκε μέχρι το μεσημέρι. |
μέχρι, ως, έωςpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
μέχρι τότεpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jusqu'à maintenant, cela n'a jamais été un problème. |
ως καιpréposition (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les bons jours, j'ai vu jusqu'à 80 espèces d'oiseaux différentes. |
μέχρι, έως, ωςpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Κάτσε να το ακούσεις αυτό! |
μέχριpréposition |
μεγάλη απόσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tu veux que je porte ça jusqu'à la maison ? |
πριν από, νωρίτερα από
Ο υδραυλικός δεν μπορεί να έρθει νωρίτερα από αύριο. |
μέχρι, έως, ωςpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Nous sommes allés jusqu'à Monterey en voiture, puis, nous avons fini en vélo. Πήγαμε με το αυτοκίνητο μέχρι το Μοντερέι και μετά κάναμε με το ποδήλατο την υπόλοιπη διαδρομή. |
προς την ενδοχώραadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous allons de la côte, jusqu'à Nottingham au milieu de l'Angleterre. Κινούμαστε από τα παράλια προς την ενδοχώρα, προς το Νότιγχαμ στην καρδιά της Αγγλίας. |
μέχριpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'eau m'arrivait jusqu'à la taille et comme je ne sais pas nager, j'ai paniqué. Το νερό ήταν μέχρι τη μέση μου και καθώς δεν ξέρω να κολυμπάω, πανικοβλήθηκα. |
μέχριpréposition (ένα σημείο, πράγμα) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
ολόκληρη την απόσταση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a dansé et chanté durant tout le chemin jusqu'à l'école. |
μέχρι
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Karen a ri jusqu'à ce qu'elle pleure. Ζούσα στην Νιγηρία μέχρι τα εννέα μου χρόνια. Η Κάρεν γέλασε μέχρι δακρύων. |
μέχρι
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Lauren a attendu jusqu'à ce que Dan arrive avant de parler. Η Λόρεν περίμενε μέχρι να ολοκληρώσει ο Νταν πριν μιλήσει. |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μέχρι στιγμής
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tous nos efforts ont été jusqu'ici inutiles. Όλες οι προσπάθειές μας ήταν μάταιες μέχρι στιγμής. |
αδειάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy vida son verre. |
σάπιος μέχρι το κόκαλοlocution adjectivale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il semblait gentil, mais en réalité il était pourri jusqu'à la moelle. |
που έχει παλιώσειlocution adjectivale (figuré) (μεταφορικά: λόγω επανάληψης) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το δάγκωσα από το κρύο(καθομιλουμένη) |
μέχρι τη μέσηlocution verbale (liquide) (για υγρά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La rivière arrive à la taille (or: monte jusqu'à la taille) ici. |
μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Μέχρι στιγμής, δεν έχει εκδοθεί κανένα έργο μου. Παρόλα αυτά, με θεωρώ συγγραφέα. |
σε κάποιο βαθμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis d'accord avec toi dans une certaine mesure, mais pas totalement. |
μέχρι το κόκκαλο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous avons marché dans la bruine pendant trois heures et nous étions glacés jusqu'à la moelle. |
κατ' επανάληψη, επανειλημμένωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέχρι τώραlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jusqu'à présent, je n'avais jamais été vraiment amoureux. Μέχρι τώρα δεν είχα ερωτευτεί ποτέ αληθινά! |
μερικώς, σε κάποιο βαθμόlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για πάντα(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι τώρα/στιγμής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι στιγμής, ως τώρα(dans le présent) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jusqu'ici nous n'avons fini que le chapitre IV. Jusqu'à présent, ça n'a pas été une route facile. Μέχρι στιγμής έχουμε τελειώσει μόνο το κεφάλαιο τέσσερα. Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος ως τώρα. |
μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je n'ai pas eu une bonne raison d'y aller jusqu'à présent (or: jusqu'ici). |
ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμήςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jusqu'à ce jour, je suis toujours officiellement mariée avec lui. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μέχρι στιγμής δεν έχω ακούσει κάτι καινούριο για την κατάσταση. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει την πληρωμή σας. |
μέχρι το σημείο της εξάντλησηςadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle a couru jusqu'à épuisement. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je n'avais jamais envisagé cette perspective jusqu'à présent. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Μέχρι τώρα (or: Μέχρι στιγμής) ήμουν επιτυχημένος στην καριέρα μου. Κανένα νέο ως τώρα. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cela fait six semaines que je travaille mais jusqu'à maintenant, je n'ai pas été payé. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέχρι προσφάτωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je travaillais comme professeur jusqu'à récemment, lorsque j'ai monté ma propre entreprise. |
από την αρχή μέχρι το τέλοςadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a gagné la course, menant du début à la fin. |
μέχρι την τελευταία στιγμήadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μέχρι σήμεραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ως ένα σημείο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'ai aimé le film, dans une certaine mesure, mais la violence gratuite me l'a gâché. |
σε όλη την διαδρομή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous avons dû l'écouter ronfler pendant tout le chemin jusqu'à Rome. |
νεώτερη ειδοποίησηlocution adverbiale Le restaurant sera fermé jusqu'à nouvel ordre. Το εστιατόριο θα παραμείνει κλειστό μέχρι νεωτέρας. |
oλωσδιόλου, εντελώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε κάποιο βαθμόlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έως, ως, μέχρι
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Ouvert du lundi au samedi. |
μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμήpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ξεπροβοδίζω(maison,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω ωτοστόπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το παρακάνω με κτ, το παρατραβάω με κτ(assez familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Des films de vampire, Hollywood en a fait et refait. |
κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταστρέφομαι οικονομικά(être ruiné) |
μετράω ως το, μετράω έως το
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je sais compter jusqu'à dix en chinois. |
σχεδόν γίνομαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λιώνωlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φθείρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai ce pull depuis si longtemps qu'il est usé aux coudes. |
περιμένω να τελειώσει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σάπιος μέχρι το κόκαλοlocution adjectivale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Jusqu'ici (or: Jusqu'à maintenant), nous avons récolté 80% des fonds nécessaires pour réaliser le projet. Μέχρι στιγμής έχουμε μαζέψει σχεδόν το 80% των κονδυλίων που χρειαζόμαστε για να ολοκληρώσουμε το έργο. |
μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμόlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les travaux ne te permettent d'aller que jusqu'à un certain point avant de devoir faire demi-tour. |
ως την λαβή του μαχαιριούlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ως το τέλος, μέχρι το τέλοςlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je promets de ne jamais te quitter : je resterai avec toi jusqu'à ma mort. Il a beaucoup souffert, mais il est resté de bonne humeur jusqu'au bout. |
μέχρι να τα ξαναπούμε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prenez soin de ma sœur jusqu'à la prochaine fois. |
πορεία, εξέλιξη(μέχρι κάτι, ως κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je regarderai la période précédant le grand match sur la chaîne de sport. |
έως, ως, μέχρι
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Cela couvrira le loyer jusqu'au mois prochain. |
ακριβώς απέναντι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'ai couru jusqu'à l'autre côté de la rue pour rendre visite à mon voisin. |
βάζω κόκκινη γραμμή, έχω ως κόκκινη γραμμή(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραλίγο να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'étais très en colère contre elle, mais je ne suis pas allé jusqu'à dire quelque chose que je pourrais regretter. |
τρέχω σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les garçons ont couru jusqu'à l'église. Τα αγόρια έτρεξαν στην μπροστινή πλευρά της εκκλησίας. |
μέχριpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il a fait froid jusqu'à fin mars. Εδώ είχε κρύο μέχρι τον Μάρτιο. |
κουρελιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνοδεύω κπ σε κτ
La secrétaire escorta le visiteur jusqu'au bureau du patron. Η γραμματέας συνόδευσε τον επισκέπτη στο γραφείο του αφεντικού. |
ως, έως, μέχρι
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Le magasin est ouvert du mardi au vendredi inclus. |
συνοδεύω κπ έξω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les agents de sécurité escortèrent le fauteur de troubles jusqu'à la sortie. Οι φύλακες ασφαλείας έβγαλαν τον ταραχοποιό έξω απ' το κτίριο. |
εξελίσσομαι σε κτ
La course est montée en puissance pour finir en beauté. Η κούρσα οδηγούνταν σταδιακά προς ένα συναρπαστικό φινάλε. |
φτάνω, αρκώlocution verbale (για να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est allé jusqu'à la supplier à genoux de ne pas le quitter. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Πέτρος ξέρει να μαγειρεύει, αλλά οι ικανότητες του δεν φτάνουν για να φτιάξει μουσακά. |
τύφλαlocution adverbiale (excès) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Beaucoup d'étudiants boivent régulièrement de l'alcool jusqu'à en tomber. Πολλοί φοιτητές πίνουν συστηματικά μέχρι να γίνουν ντίρλα. |
μέχρι τη μέσηlocution adjectivale (βυθισμένος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέχρι αργά τη νύχτα, μέχρι αργάlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
έως και(λόγιο) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Le juge a averti le prisonnier qu'il encourait une peine de prison allant jusqu'à dix ans. Ο δικαστής προειδοποίησε τον φυλακισμένο ότι ενδέχεται να τιμωρηθεί με φυλάκιση έως και δέκα χρόνια. |
για πάντα(ειρωνικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το αφεντικό δεν θα περιμένει για πάντα, κουνήσου! |
ο βαθμό που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλησιάζω κρυφά κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le cow-boy se faufila jusqu'au bar et commanda un whisky. |
προωθώ(Base-ball : à un coureur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a permis au coureur d'avancer jusqu'au marbre grâce à un coup sûr. |
ξεπροβοδίζω(maison,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après le dîner, Claire a raccompagné ses invités jusqu'à la porte et leur a dit au revoir. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jusqu'à στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του jusqu'à
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.