Τι σημαίνει το juste στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης juste στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του juste στο Γαλλικά.
Η λέξη juste στο Γαλλικά σημαίνει τονικά σωστός, όχι φάλτσος, ακριβώς, αμέσως, δίκαιος, δίκαιος, μόνο, δίκαιος, δίκαιος, ακριβής, λογικός, ακριβώς, τσίμα τσίμα, δίκαιος, που απεγνωσμένα χρειάζεται κτ, πολύ στενός, τονικός, τέλειος, αμέσως, αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικά, αμέσως, σωστός, ορθός, εύλογος, λογικός, στριμωγμένος, σφιγμένος, κατάλληλος, ακριβής, σωστός, δίκαιος, δίκαιος, θεμιτός, δίκαιος, αντάξιος, δίκαιος, που έχει έλλειψη ρευστότητας, που έχει πρόβλημα ρευστότητας, μόνο, απλά, απλώς, απλά, καθαρός, μόλις, δικαίως, ευλόγως, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ακριβώς, δικαίως, ενέργεια εξισορρόπησης, διάνα, μόλις, δικαίως, επάξια, για να είμαι δίκαιος, ελάχιστα, λιγάκι, ακριβώς απέναντι, που ίσα που φτάνει, εδώ ακριβώς, ακριβώς εδώ, ακριβώς μπροστά, χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο, δίκαια, ακριβώς απέναντι, ακριβώς απέναντι, κάτω από την επιφάνεια, λίγο πριν, κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε, αμέσως μετά, την στιγμή που, πάνω στην ώρα, την τελευταία στιγμή, αναλογικά, ακριβώς δίπλα σε, στις ακριβώς, έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά, ακριβώς, σωστά, Και πολύ καλά κάνεις!, χρυσή τομή, σωστό ποσό, ακριβές ποσό, τσίμα τσίμα, αντικειμενική αξία, ακριβώς πριν, αμέσως μετά, ακριβώς πριν, τραγουδώ σωστά, ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα, βρίσκω τη χρυσή τομή, ζω τρεφόμενος μόνο με, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση, θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο, σχεδόν γίνομαι, μαντεύω σωστά, φρεσκο-, δικαίως, μόλις, έτσι, Σωστό!, ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι, νεαρός απόφοιτος πανεπιστημίου, τι στην ευχή, παραλίγο να κάνω κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μέτριος, καλούτσικος, έτσι, σχεδόν, αναρωτιέμαι, Σωστό!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης juste
τονικά σωστός, όχι φάλτσοςadjectif (chanter, jouer) (τραγούδι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je cherche des gens qui chantent juste pour monter une chorale. |
ακριβώς, αμέσωςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Imran se rappelle avoir entendu un grand bruit juste avant d'avoir un accident. Ο Ίμραν θυμάται να άκουσε έναν δυνατό κρότο ακριβώς πριν τρακάρει το αυτοκίνητό του. |
δίκαιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leur punition était sévère mais juste. Η τιμωρία τους ήταν αυστηρή αλλά δίκαιη. |
δίκαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a été juste dans la distribution des punitions. |
μόνο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je veux juste (or: seulement) une réponse franche. Rien de plus. Το μόνο που θέλω είναι μια ξεκάθαρη απάντηση. Τίποτε άλλο. |
δίκαιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce juge est réputé juste (or: impartial). |
δίκαιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Celui qui est juste (or: droit) vivra en paix. |
ακριβήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son compte rendu donne une description précise (or: exacte) des événements. |
λογικόςadjectif (guidé par la raison) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son raisonnement était juste (or: logique), mais je ne suis toujours pas convaincu. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est précisément (or: exactement) ce que je cherche. |
τσίμα τσίμαadjectif (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mon client veut que le travail soit fini vendredi : ça va être serré (or: juste) mais je pense qu'on peut le faire. |
δίκαιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leur patron prit une décision juste qu'ils pouvaient tous les deux respecter. Το αφεντικό τους πήρε μια δίκαιη απόφαση που και οι δύο σεβάστηκαν. |
που απεγνωσμένα χρειάζεται κτ(en manque d'argent, de temps) (χρήματα, χρονος κ.τ.λ.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολύ στενόςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le plombier a réussi à raccorder les tuyaux, mais c'était juste. |
τονικόςadjectif (Musique : note) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rejoue cette note, elle ne m'a pas semblé juste la première fois. |
τέλειοςadjectif (Musique : solfège) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La quinte juste était la première harmonie introduite en chant. |
αμέσωςadverbe (immédiatement) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ça s'est cassé juste après l'expiration de la garantie. |
αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικάadjectif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est juste, je ne suis pas un expert en finance. |
αμέσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'école était juste à côté des boutiques. Το σχολείο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στα μαγαζιά. |
σωστός, ορθός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'élève a donné la réponse juste (or: correcte, or: exacte). Ο μαθητής έδωσε τη σωστή (or: ορθή) απάντηση. |
εύλογος, λογικόςadjectif (sentiment) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leon a été envahi d'une colère justifiée lorsqu'il a vu les photos des enfants en zone de guerre. |
στριμωγμένος, σφιγμένος(familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά: οικονομικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Je suis un peu fauché pour l'instant. Est-ce que je peux te rembourser la semaine prochaine ? |
κατάλληλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακριβής, σωστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Votre estimation de la situation est exacte. Συμφωνώ ότι η αξιολόγησή σου για την κατάστασή μας είναι ακριβής (or: σωστή). |
δίκαιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'accord proposé semble équitable (or: juste) aux deux parties. |
δίκαιος, θεμιτόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La décision légitime que le juge a prise a fait respecter la constitution. |
δίκαιος, αντάξιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δίκαιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει έλλειψη ρευστότητας, που έχει πρόβλημα ρευστότηταςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μόνο, απλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je veux seulement un sandwich pour le déjeuner. Θέλω μόνο (or: απλά) ένα σάντουιτς για μεσημεριανό. |
απλώς, απλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cela va simplement rendre les choses plus compliquées. Το μόνο που θα κάνει είναι να περιπλέξει τα πράγματα. |
καθαρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La prononciation juste d'Alex l'a aidé à trouver un travail de présentateur à la télévision. |
μόλις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu veux une autre tasse de thé ? Je viens (juste) de t'en faire une ! Θέλεις κι άλλο τσάι; Μόλις σου έφτιαξα! |
δικαίως, ευλόγως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'assassin a été condamné légitimement à l'emprisonnement à vie. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Base-ball, anglicisme) |
ακριβώς(πριν, μετά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les témoins ont déclaré qu'immédiatement avant l'accident, le conducteur était au téléphone. |
δικαίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ενέργεια εξισορρόπησης(figuré) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διάνα(προφορικό: πέφτω, πετυχαίνω, χτυπώ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En général, ses prédictions tombent juste. Συνήθως πέφτει διάνα στις προβλέψεις της. Πω πω, χτύπησες διάνα με τον χαρακτηρισμό σου! |
μόλιςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il y a tout juste assez de nourriture pour tout le monde à la soirée. Το φαγητό ίσα που φτάνει για όλους στο πάρτι. |
δικαίως, επάξιαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για να είμαι δίκαιος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En toute justice, Zoe mérite cette promotion après tous les efforts qu'elle a faits pour son travail. |
ελάχιστα, λιγάκιadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il semble avoir bougé juste un peu à gauche. |
ακριβώς απέναντιadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mes beaux-parents habitent juste en face, ce qui est pratique pour garder les enfants. |
που ίσα που φτάνειadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι προμήθειές μας είναι ίσα ίσα για μας. Δεν μπορούμε να πάρουμε κανέναν άλλον. |
εδώ ακριβώς, ακριβώς εδώadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ακριβώς μπροστά(ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu ne peux pas manquer la cible : elle est droit devant. |
χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il salue souvent les étrangers dans la rue, comme ça, sans raison particulière. |
δίκαιαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακριβώς απέναντιlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Continuez tout droit jusqu'à la cathédrale : la poste est juste en face. |
ακριβώς απέναντι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le café dans lequel j'aime déjeuner est juste en face de la banque. |
κάτω από την επιφάνειαlocution adverbiale (courant) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λίγο πριν
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκεadjectif (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αμέσως μετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Το ασθενοφόρο ήρθε αμέσως μετά την αστυνομία. |
την στιγμή που
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le téléphone a sonné au moment où j'allais entrer dans mon bain. Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή που έμπαινα στην μπανιέρα μου. |
πάνω στην ώραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Les secours sont arrivés juste à temps. Tu arrives juste à temps, tu as failli rater les trucs sympas. |
την τελευταία στιγμήlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le médecin est arrivé juste à temps et a pu sauver le patient. |
αναλογικάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pendant la guerre froide, Kennedy jugeait indispensable de répondre aux provocations de Khrouchtchev, selon le principe de réciprocité. |
ακριβώς δίπλα σε
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'ai un réveil et une lampe juste à côté de mon lit. |
στις ακριβώς(ex : à 8 h, à 9 h...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιάinterjection (vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ακριβώς, σωστάinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) C'est juste, c'est le chauffeur de bus qui a causé l'accident. |
Και πολύ καλά κάνεις!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρυσή τομήnom masculin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vicky essaie de trouver le juste milieu entre ses engagements professionnels et sa vie de famille. |
σωστό ποσό, ακριβές ποσόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) As-tu été payé au juste prix ? Πληρώθηκες το ακριβές ποσό; |
τσίμα τσίμα(ανεπίσημο: οριακά, ίσα ίσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu n'as pris que ça avec toi ? C'est un peu juste, non ? |
αντικειμενική αξίαnom masculin |
ακριβώς πρινadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'aime prendre un bain juste avant de me coucher. |
αμέσως μετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) On est partis juste après le petit déjeuner. Juste après le mariage, le couple s'est envolé pour la Jamaïque pour leur lune de miel. Ξεκινήσαμε για το ταξίδι αμέσως μετά το πρωινό. |
ακριβώς πριν
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Je te verrai juste avant la grosse réunion. Θα σε δω ακριβώς πριν τη μεγάλη συνάντηση. |
τραγουδώ σωστά
Il ne chante pas juste : chaque note qu'il chante est fausse. Δεν μπορεί να τραγουδήσει σωστά. Κάθε νότα που τραγουδά είναι λάθος. |
ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle gagne à peine de quoi vivre avec ses deux emplois à temps partiel. |
βρίσκω τη χρυσή τομήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu dois trouver le juste milieu (or: le juste équilibre) entre les jeux vidéos et les devoirs. |
ζω τρεφόμενος μόνο μεlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Qu'est-ce qui est le plus important, la productivité ou la qualité ? il faut simplement trouver le juste milieu (or: le juste équilibre). |
θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα παιδιά συχνά θεωρούν τους γονείς τους δεδομένους. |
σχεδόν γίνομαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαντεύω σωστά
Carl pensait que Denise avait pris l'argent et il avait deviné juste. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ήξερες ή το βρήκες στην τύχη; |
φρεσκο-adverbe Ces muffins sont tout juste sortis du four. Αυτά τα κεϊκάκια είναι φρεσκοψημένα. |
δικαίωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μόλιςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je viens tout juste de commencer à apprendre le français : j'en suis à la leçon trois. |
έτσι
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) - Pourquoi t'as fait ça ? - Juste comme ça. |
Σωστό!(σχόλιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Certaines personnes ne pourront pas venir à la réunion si on la fait vendredi." "Très juste (or: Bien vu) !" |
ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαιadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νεαρός απόφοιτος πανεπιστημίουnom masculin (fam, péjoratif) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ce petit jeune tout juste sorti de la fac pense qu'il peut diriger l'entreprise dans six mois. |
τι στην ευχή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu ne m'as toujours pas expliqué ce que tu faisais ici exactement (or: au juste). |
παραλίγο να κάνω κτverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'étais furieuse contre elle mais je me suis arrêtée juste avant de lui dire quelque chose que j'aurais pu regretter. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Base-ball, anglicisme) |
μέτριος, καλούτσικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το φαγητό ήταν καλούτσικο, υποθέτω - τίποτε το ιδιαίτερο. |
έτσι(sans raison particulière) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Paul m'a offert des fleurs juste comme ça. |
σχεδόν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ils sont arrivés juste après la tombée de la nuit. |
αναρωτιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que Kevin et toi avez l'intention de vous marier ? Juste pour savoir. |
Σωστό!
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του juste στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του juste
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.