Τι σημαίνει το traîner στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης traîner στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του traîner στο Γαλλικά.

Η λέξη traîner στο Γαλλικά σημαίνει περπατάω αργά, πηγαίνω αργά, σέρνομαι, σέρνω, σύρω, σέρνομαι, βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι, βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι, τριγυρίζω, περιφέρομαι, ακολουθώ, κάθομαι, χαζολογάω, χαζολογώ, χασομεράω, χασομερώ, -, τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζω, συνοδεύω, κάθομαι, κείτομαι άσκοπα, χαζολογάω, χαζολογώ, σέρνω μαζί,κουβαλάω, κουβαλάω, τεμπελιάζω, χαζολογάω, χαζολογώ, τριγυρίζω, περιφέρομαι, εξασθενώ, πάω χαμένος, χρονοτριβώ, χασομερώ, κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαι, χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου, χασομερώ, χαζολογάω, σέρνομαι, κυκλοφορώ, σέρνω, -, εκτείνομαι, επεκτείνομαι, βολτάρω, χαζολογώ, χασομερώ, χαζολογώ, χασομερώ, περιπλανιέμαι άσκοπα, σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ, καθυστερώ, χρονοτριβώ, τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζω, χαζεύω, χαζολογώ, χαζολογάω, χαζολογώ, φέρνω, αράζω, περιφέρομαι άσκοπα, σέρνω, κάθομαι, αράζω, κάθομαι, παίρνω ώρα, χρονοτριβώ, είμαι αργόσχολος, τριγυρνώ, κάθομαι, κοπροσκυλιάζω, σέρνω, τραβάω, τραβώ, κρέμομαι, σέρνω, σύρω, χασομερώ, χαζολογώ, αράζω, βρίσκομαι, τραβάω, περνώ αργά, σέρνομαι, χασομέρης, σέρνω τα πόδια μου, σιγοπερπατώ, σουλατσάρω, διασύρω, σέρνω τα πόδια μου, είμαι δυστυχισμένος, περπατώ αργά, σέρνομαι, προχωράω αργά, κάνω παρέα με κπ, τακιμιάζω, σέρνω με αλυσίδα, καθυστερώ, κάνω παρέα με κπ, ξοφλημένος, χασομερώ, ακολουθώ, κοιμάμαι μέχρι αργά, σύρσιμο των ποδιών, κάνω παρέα με κπ, σέρνομαι, κάνω παρέα, χαλαρώνω, περπατάω καμπουριαστός, αράζω, τριγυρνώ λυπημένος, περιφέρομαι σε κτ, οδηγώ κπ στα δικαστήρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης traîner

περπατάω αργά, πηγαίνω αργά

σέρνομαι

verbe intransitif (agir avec lenteur) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle n'avait envie de rien faire alors elle a traîné toute la journée.

σέρνω, σύρω

verbe transitif (tirer sur le sol) (κυριολεξία, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cynthia a traîné l'énorme chaise jusque dans sa chambre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έσουρε το μπαούλο στην άκρη.

σέρνομαι

verbe intransitif (toucher le sol)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne savais pas que mon écharpe traînait par terre. Maintenant, elle est sale.
Δεν ήξερα πως το κασκόλ μου σερνόταν στο πάτωμα. Τώρα είναι μέσα στη βρώμα!

βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quel dommage, tous ces livres qui traînent au grenier et que personne ne lit !

βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu as dit que tu tondrais la pelouse mais tu n'as fait que flemmarder aujourd'hui. L'adolescent a choisi de passer la plus grande partie de la journée à flemmarder.

τριγυρίζω, περιφέρομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il y a toujours des jeunes qui traînent en bas de l'immeuble.

ακολουθώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Randall traînait à cause de son pied blessé, et ne pouvait pas suivre le groupe.

κάθομαι

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pourquoi tu ne viens pas à la maison pour traîner un peu ?
Γιατί δεν έρχεσαι απ' το σπίτι μου ν' αράξουμε λίγο;

χαζολογάω, χαζολογώ, χασομεράω, χασομερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne peux pas traîner, à regarder la télé : je dois travailler. L'élève paresseux traînait au lieu de faire ses devoirs.

-

verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C'est embêtant quand les jeunes traînent à l'arrêt de bus et intimident les clients.
Είναι ενοχλητικό όταν οι νεαροί κάθονται στη στάση και τρομάζουν τους πελάτες.

τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le samedi, j'aime bien traîner à la maison plutôt que sortir.

συνοδεύω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάθομαι

verbe intransitif (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κείτομαι άσκοπα

verbe intransitif

χαζολογάω, χαζολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σέρνω μαζί,κουβαλάω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu traînes ton fils à l'église, il va t'en vouloir.

κουβαλάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τεμπελιάζω, χαζολογάω, χαζολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Amy a traîné toute la journée.
Η Έιμι τεμπέλιαζε όλη μέρα.

τριγυρίζω, περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Après les cours, rentre directement à la maison et ne traîne pas !

εξασθενώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω χαμένος

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρονοτριβώ, χασομερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Au lieu de faire ses devoirs, Dan traînait et attendait jusqu'à la dernière minute.
Αντί να κάνει τα μαθήματά του ο Νταν χασομερούσε και περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή.

κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαι

verbe intransitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le projet a rencontré des difficultés inattendues et il traîne en ce moment.

χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon mari traîne dans le garage, je n'ai pas la moindre idée de ce qu'il y fabrique.
Ο σύζυγός μου χάνει την ώρα του στο γκαράζ - Δεν έχω ιδέα τι κάνει εκεί μέσα.

χασομερώ, χαζολογάω

verbe intransitif (familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le patron n'aime pas que les gens traînent quand ils devraient travailler.
Στο αφεντικό δεν αρέσει να χασομερούν οι υπάλληλοι, ενώ θα έπρεπε να δουλεύουν.

σέρνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La jupe de la robe de Sally traînait par terre.
Ο ποδόγυρος του μακριού φουστανιού της Σάλι σερνόταν στο πάτωμα.

κυκλοφορώ

verbe intransitif (virus)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il y a une méchante épidémie de grippe qui traîne.
Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη.

σέρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'avion traînait une large banderole.
Το αεροπλάνο έσερνε ένα μεγάλο πανό.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il traîne avec les mauvaises personnes.
Κάνει παρέα με λάθος άτομα.

εκτείνομαι, επεκτείνομαι

(par terre)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le tuyau d'arrosage traînait du devant du jardin jusqu'à l'arrière.

βολτάρω

(familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαζολογώ, χασομερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαζολογώ, χασομερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιπλανιέμαι άσκοπα

verbe intransitif

σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθυστερώ, χρονοτριβώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαζεύω, χαζολογώ

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Arrête de traînasser et mets-toi au boulot !

χαζολογάω, χαζολογώ

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Άρχισε να χαζολογάει λύνοντας σταυρόλεξα, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι τα Αγγλικά του βελτιώθηκαν.

φέρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αράζω

(familier) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιφέρομαι άσκοπα

verbe intransitif (familier)

σέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul tira un cerf qu'il avait abattu jusqu'à son camion.
Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του.

κάθομαι, αράζω

(familier) (ανεπίσημο, αποδοκιμασίας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάθομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous allons attendre ici jusqu'à ce que le groupe arrive.

παίρνω ώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D'accord, je vais t'aider. Tu penses que ça prendra longtemps ?

χρονοτριβώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι αργόσχολος

verbe transitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

τριγυρνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάθομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κοπροσκυλιάζω

(faire n'importe quoi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Travaille un peu au lieu de faire l'imbécile.

σέρνω, τραβάω, τραβώ

verbe transitif (δεν το σηκώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan traînait son sac à dos lourd partout où il allait.

κρέμομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σέρνω, σύρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On va pousser (or: traîner) cette lourde étagère au lieu de la porter.

χασομερώ, χαζολογώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim a paressé toute la journée au lieu de travailler.

αράζω

verbe intransitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραβάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le film de trois heures traînait en longueur.
Η τρίωρη ταινία δεν είχε τελειωμό.

περνώ αργά

(χρόνος)

Le film commence à traîner en longueur à partir du milieu.
Η ταινία σέρνεται στο δεύτερο μισό της.

σέρνομαι

verbe pronominal (bouger difficilement) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le vieil homme se traînait sur la route.

χασομέρης

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σέρνω τα πόδια μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σιγοπερπατώ, σουλατσάρω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu continues de traîner des pieds, on n'arrivera jamais à l'heure.

διασύρω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σέρνω τα πόδια μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le vieil homme descendait la rue en traînant les pieds.
Ο ηλικιωμένος άνδρας έσυρε τα πόδια του κατά μήκος του δρόμου.

είμαι δυστυχισμένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

περπατώ αργά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σέρνομαι

locution verbale (μτφ: σέρνω τα πόδια μου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a traîné les pieds jusqu'au bureau du proviseur.

προχωράω αργά

verbe pronominal (familier)

À sa première rando, Jules a eu un mal fou à se traîner jusqu'à destination.

κάνω παρέα με κπ

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Depuis qu'il a une copine, il ne traîne plus avec ses potes.
Από τη στιγμή που βρήκε κοπέλα σταμάτησε να κάνει παρέα με τους φίλους του.

τακιμιάζω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σέρνω με αλυσίδα

locution verbale (ειδικά για ξυλεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθυστερώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω παρέα με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On sait qu'il a traîné avec de sales types.

ξοφλημένος

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χασομερώ

(figuré, rechigner) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Durant leur promenade, le vieux chien traînait derrière le jeune chien.

κοιμάμαι μέχρι αργά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais faire la grasse matinée aujourd'hui parce que j'ai fêté mon anniversaire hier soir. Les jeunes mariés aimaient faire la grasse matinée le dimanche matin.
Θα κοιμηθώ μέχρι αργά σήμερα το πρωί, γιατί χτες το βράδυ βγήκα για τα γενέθλιά μου. Οι νιόπαντροι απολάμβαναν να κοιμούνται μέχρι αργά τις Κυριακές.

σύρσιμο των ποδιών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le vieil homme est parti en traînant les pieds.

κάνω παρέα με κπ

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σέρνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'homme blessé quitta la pièce en traînant les pieds.

κάνω παρέα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a commencé à fréquenter un tas d'individus louches et je crains qu'ils n'aient une mauvaise influence sur lui.

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατάω καμπουριαστός

verbe pronominal

Jemima se traînait le long de la rue.

αράζω

(familier) (ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aujourd'hui, je traîne avec les gars au Frankie's Bar.

τριγυρνώ λυπημένος

περιφέρομαι σε κτ

Les adolescents traînaient dans les rues, cherchant quelque chose à faire.

οδηγώ κπ στα δικαστήρια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του traîner στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.