Τι σημαίνει το lapse στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lapse στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lapse στο Αγγλικά.

Η λέξη lapse στο Αγγλικά σημαίνει λάθος, σφάλμα, κενό, απώλεια, λήγω, πέφτω, κυλάω, κενό, παρέκκλιση, φθίνω, εξασθενώ, αφήνω, γίνομαι, βυθίζομαι, -, στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής, time-lapse, λήψη σταθερών φωτογραφιών του ίδιου θέματος σε τακτά χρονικά διαστήματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lapse

λάθος, σφάλμα

noun (moral failure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom's behavior showed a major lapse in judgment.
Η συμπεριφορά του Τομ έδειχνε ένα μεγάλο σφάλμα στην κρίση του.

κενό

noun (memory failure) (μεταφορικά: μνήμη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen had a lapse in her memory of last year; she couldn't seem to remember her old phone number.
Η Κάρεν είχε ένα κενό στη μνήμη της σχετικά με πέρσι. Δε μπορούσε να θυμηθεί το παλιό της τηλέφωνο.

απώλεια

noun (loss of concentration) (συγκέντρωσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex had a lapse of concentration during his test and didn't finish it.
O Άλεξ έχασε τη συγκέντρωσή του στο διαγώνισμά του και δεν το τελείωσε.

λήγω

intransitive verb (expire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Britney's club membership lapsed at the end of the year
Η συνδρομή της Μπρίτνεϋ στη λέσχη έληξε στο τέλος του χρόνου.

πέφτω, κυλάω

(fall: into bad behaviour) (μεταφορικά: σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter lapsed back into his addiction.
Ο Πήτερ κύλησε ξανά στον εθισμό του.

κενό

noun (time passing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben had a major lapse in coverage and the insurance company wouldn't cover him for his illness.

παρέκκλιση

noun (drop in standards) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When he failed to finish his work by the end of the day, it was a temporary lapse, but it still cost him his job.

φθίνω, εξασθενώ

intransitive verb (decline gradually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was only as he tried to remember her name that he realized how much his memory had lapsed over the years.

αφήνω

intransitive verb (leave behind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian lapsed in his religious faith when he moved out of his parents' house.

γίνομαι

(stray or digress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βυθίζομαι

(fall: into silence) (μεταφορικά: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The conversation lapsed into silence.
Τη συζήτηση ακολούθησε σιωπή.

-

(fall: into unconsciousness) (λιποθυμία, απώλεια αισθήσεων)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tom lapsed into unconsciousness when he reached the hospital.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ασθενής έπεσε σε κώμα και η οικογένειά του άρχισε να απελπίζεται.

στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής

noun (moment of inattention)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had a lapse in concentration on my way here and missed the turning.

time-lapse

adjective (photography: shot over time)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

λήψη σταθερών φωτογραφιών του ίδιου θέματος σε τακτά χρονικά διαστήματα

noun (sequence of still photos taken at intervals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Photographers can use time-lapse photography to film the growth of plants.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lapse στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.