Τι σημαίνει το block στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης block στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του block στο Αγγλικά.

Η λέξη block στο Αγγλικά σημαίνει τσιμεντόλιθος, κομμάτι, τετράγωνο, οικοδομικό τετράγωνο, οικοδομικό τετράγωνο, κλείνω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, τουβλάκι, τροχαλία, τροχοπέδη, μπλοκάρισμα, κτήριο, κτίριο, δέσμη, μπλοκάρω, κολλάω, απόσπασμα, κεφάλι, μπλοκάρω, μπλοκάρω, διαμορφώνω, σχηματίζω, υποδεικνύω, ορίζω, καθορίζω, γεμίζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, σκιτσάρω, σκιαγραφώ, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, σόι πάει το βασίλειο, πολυκατοικία, πλατφόρμα στην οποία στέκεται ο δημοπράτης, είμαι εμπόδιο, τροχαλία, κεφαλαία, διάγραμμα, επιχορήγηση, κεφαλαία, κεφαλαία χειρόγραφα γράμματα, πολυκατοικία, εμποδίζω κτ να μπει, απομακρύνω, διώχνω, πάρτυ στη γειτονιά, ξυλογραφία, τσιμεντόλιθος, τουβλάκι, τσιμεντόλιθος, θεμέλιο, φίσκα, τίγκα, φουλ, γεμάτος με, κούτσουρο για αποκεφαλισμό, σανίδα κοπής κρέατος/λαχανικών, τσιμεντόλιθος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, οικοδομικό τετράγωνο, τσιμεντόλιθος, μπλοκ κυλίνδρων, βάθρο κυλίνδρων, είμαι έμπειρος, καρδιακός αποκλεισμός, παγοκύστη, Lego, μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου, νευρικός αποκλεισμός, καινούριος, κτίριο γραφείων, προς πώληση, στον τορβά, βατήρας εκκίνησης, εμπόδιο, αντηλιακό, μπλοκ τουαλέτας, ουρανοξύστης, ξύλινο καλούπι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης block

τσιμεντόλιθος

noun (building brick) (από τσιμέντο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They used cement blocks for the foundations of the house.
Χρησιμοποίησαν τσιμεντόλιθους στα θεμέλια του σπιτιού.

κομμάτι

noun (chunk of material)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He used the block of wood to hold the door open.
Χρησιμοποίησε ένα κομμάτι ξύλου για να κρατήσει ανοιχτή την πόρτα.

τετράγωνο

noun (US (distance: street section) (απόσταση: σταυροδρόμια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The post office is three blocks in that direction.
Το ταχυδρομείο είναι τρία τετράγωνα πιο κάτω προς αυτήν την κατεύθυνση.

οικοδομικό τετράγωνο

noun (US (street section)

The grocer's shop is on the same block as the pharmacy.
Το μανάβικο είναι στο ίδιο τετράγωνο με το φαρμακείο.

οικοδομικό τετράγωνο

noun (US (square enclosed by streets)

The new building will cover the entire city block.
Το νέο κτίριο θα καταλαμβάνει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο.

κλείνω

transitive verb (obstruct) (το δρόμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tried to reach his home but police officers blocked his path.
Προσπάθησε να φτάσει στο σπίτι του, αλλά οι αστυνομικοί του έκλεισαν το δρόμο.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

transitive verb (figurative (prevent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The President called on Republicans to stop blocking progress on bills to boost the economy.
Ο Πρόεδρος ζήτησε από τους Ρεπουμπλικάνους να σταματήσουν να παρεμποδίζουν την εξέλιξη των νομοσχεδίων για την ενίσχυση της οικονομίας.

τουβλάκι

noun (often plural (child's toy cube)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The child really liked the blocks with the coloured letters on them.

τροχαλία

noun (pulley)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sailors used block and tackle to raise the sails.

τροχοπέδη

noun (figurative (obstacle) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Severe criticism by a teacher can be a block to learning.

μπλοκάρισμα

noun (sports: impeding opponent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The block was effective because it freed his teammate to score.

κτήριο, κτίριο

noun (large building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new office block is taller than other buildings in the neighbourhood.

δέσμη

noun (quantity of stocks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He sold a block of stock to raise cash.

μπλοκάρω, κολλάω

noun (memory lapse) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have a block and can't remember her name.
Έχω μπλοκάρει (or: κολλήσει) και δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά της.

απόσπασμα

noun (section of text)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can highlight a block of text and move it somewhere else on the page.

κεφάλι

noun (slang (head)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drunk threatened to knock the other guy's block off.

μπλοκάρω

intransitive verb (sports: hinder)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In basketball defence, it is the tall player's job to block.

μπλοκάρω

transitive verb (sports: hinder) (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The basketball player blocked the shot.
Ο μπασκετμπολίστας μπλόκαρε το σουτ.

διαμορφώνω, σχηματίζω

transitive verb (knitting: shape) (πλεκτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you've knitted a garment, washing and blocking it will make it look its best.

υποδεικνύω, ορίζω, καθορίζω

transitive verb (theater: designate positions, action)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The director is blocking the first act this morning.

γεμίζω

phrasal verb, transitive, separable (art: fill in masses)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
First I do a rough sketch on the canvas, then I block in the major colors.

μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω

phrasal verb, transitive, separable (make inaccessible, blockade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They blocked off the main road so that the President's motorcade could drive through securely.

σκιτσάρω

phrasal verb, transitive, separable (artist: draw rough shapes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The artist begins the drawing by blocking out a rough sketch.
Ο καλλιτέχνης ξεκινά να ζωγραφίζει κάνοντας ένα πρόχειρο σκίτσο.

σκιαγραφώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (outline or plan roughly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω

phrasal verb, transitive, separable (obstruct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had blocked up the exit so we couldn't leave.
Μπλόκαρε την έξοδο και έτσι δε μπορούσαμε να φύγουμε.

σόι πάει το βασίλειο

noun (informal, figurative (person: like parent) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He'll be a womanizer just like his father; he's a chip off the old block.

πολυκατοικία

noun (building: flats, apartments)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Twelve families live in my apartment block.

πλατφόρμα στην οποία στέκεται ο δημοπράτης

noun (auctioneer's platform)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The house ended up on the auction block.

είμαι εμπόδιο

verbal expression (figurative (hinder progress)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The issue proved to be a stumbling block during the peace talks.

τροχαλία

plural noun (ropes, chains used to hoist)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεφαλαία

plural noun (letters: upper-case)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sign your name here and print it in block capitals here.

διάγραμμα

noun (chart: shows a process)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιχορήγηση

noun (US (government funding)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many communities use federal block grants to improve services.

κεφαλαία

noun (style of lettering)

κεφαλαία χειρόγραφα γράμματα

noun (hand-written capital letter)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολυκατοικία

noun (UK (apartment building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She lived on the third floor of a block of flats.

εμποδίζω κτ να μπει

(light: keep out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They hung thick dark curtains to block the sunlight out.
Κρέμασαν χοντρές σκούρες κουρτίνες για να εμποδίσουν το φως του ηλίου να μπει μέσα.

απομακρύνω, διώχνω

(figurative (refuse to listen, think)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Some people abuse drugs or alcohol to block out bad memories.
Μερικοί άνθρωποι κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ για να κρατήσουν μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις.

πάρτυ στη γειτονιά

noun (US (neighbourhood celebration)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All neighbors joined in a great block party to celebrate Halloween.

ξυλογραφία

noun (art: print made by woodcut)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The students are doing block prints in their art class.

τσιμεντόλιθος

noun (UK (cinder block)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τουβλάκι

noun (child's toy cube)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The little girl made a tower with her wooden building blocks.

τσιμεντόλιθος

noun (construction: brick)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We raised the rain barrel by putting it on four concrete building blocks.

θεμέλιο

noun (figurative (fundamental element) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Amino acids are the building blocks of proteins.

φίσκα, τίγκα, φουλ

adjective (informal (packed or stuffed full) (αργκό, ανεπίσημο)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γεμάτος με

(informal (full of)

κούτσουρο για αποκεφαλισμό

noun (used in decapitation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Visitors to the Tower of London can still see the executioner's axe and the chopping block used to behead two of Henry VIII's unfortunate wives.

σανίδα κοπής κρέατος/λαχανικών

noun (board for cutting food) (μαγειρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσιμεντόλιθος

noun (US (breeze block)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cinder blocks are the norm in tropical areas where termites and storms cause major problems for wood construction.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (confection: honeycomb)

My grandmother called it "sponge toffee", my father called it "honeycomb" and we call it "cinder block".

οικοδομικό τετράγωνο

noun (area surrounded by streets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That limousine looks like it's almost a city-block long.

τσιμεντόλιθος

noun (brick made of concrete)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Concrete blocks are strong but susceptible to forceful vibration.

μπλοκ κυλίνδρων, βάθρο κυλίνδρων

(mechanics)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είμαι έμπειρος

verbal expression (slang, figurative (be experienced)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

καρδιακός αποκλεισμός

noun (cardiac disorder)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παγοκύστη

noun (freezable pack used in coolers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Lego

noun (® (piece in a Lego set) (παιχνίδια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου

noun (inability to recall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When he stepped onto the stage he had a sudden mental block and couldn't remember any of his lines.

νευρικός αποκλεισμός

noun (type of local anaesthetic)

After the nerve block was administered I couldn't feel anything below my waist.
Όταν μου έγινε νευρικός αποκλεισμός δε μπορούσα να νιώσω τίποτε κάτω από τη μέση μου.

καινούριος

noun (US, informal, figurative (newcomer)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

κτίριο γραφείων

noun (multi-storey office building)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My company is on the 4th floor of an office block.

προς πώληση

expression (US (for sale at auction) (σε δημοπρασία)

στον τορβά

expression (figurative (at risk: said of head)

It's alright for you; it'll be my head on the block if we get this wrong.
Για σένα είναι εντάξει, αλλά το δικό μου κεφάλι θα μπει στον τορβά αν δεν το πετύχουμε.

βατήρας εκκίνησης

noun (athletics: foot-positioning device)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εμπόδιο

noun (figurative (obstacle to progress)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντηλιακό

noun (cream to prevent sunburn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Make sure to wear sunblock when you go to the beach.

μπλοκ τουαλέτας

noun (solid detergent used in lavatory bowl)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ουρανοξύστης

noun (building: high-rise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξύλινο καλούπι

noun (block of wood for printing) (για εκτυπώσεις)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του block στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του block

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.