Τι σημαίνει το slip στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης slip στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του slip στο Αγγλικά.
Η λέξη slip στο Αγγλικά σημαίνει γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλίστρημα, μεσοφόρι, λάθος, σφάλμα, στιγμιαία απόσπαση, στιγμιαία διάσπαση, παραπάτημα, γλίστρα, μαξιλαροθήκη, περνάω, περνώ, μειώνομαι, μειώνεται η απόδοσή μου, πέφτει η απόδοσή μου, λέω καταλάθος, κάνω λάθος, εξαφανίζομαι, περνάω, περνώ, λύνω, φέρνω, κλείνω, δίνω κρυφά κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ στα κρυφά, μου ξεφεύγει κτ, φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω, περνώ γρήγορα, εξαφανίζομαι αργά, αργοσβήνω, έφυγε, υποτροπιάζω, επιστρέφω σε πρότερη κατάσταση ή συνήθεια, κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς, επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι, προσπερνάω, παρέρχομαι, περνώ απαρατήρητος, πετάω τα ρούχα μου, γδύνομαι βιαστικά, φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράω, φοράω βιαστικά, βάζω/ρίχνω πάνω μου, φεύγω στα κρυφά, ξεγλιστράω, πέφτω, μου ξεφεύγει κτ, βγάζω, πετιέμαι στο/μέχρι το, πηγαίνω κάπου απαρατήρητος, γλυστρώ μέσα από, γλιστράω, γλιστρώ, κάνω λάθος, γλίστρα, απόδειξη κατάθεσης, ξεφεύγω, διαφεύγω, φροϋδικό ολίσθημα, ξεφεύγω από κπ, χαρτί για καθυστερημένη άφιξη, αντιολισθητικός, φορτωτική, έντυπο κατάθεσης, άδεια, ειδοποιητήριο απόλυσης, ξαποστέλνω, ειδοποίηση απόρριψης, αποδεικτικό καταβολής μισθοδοσίας, απόδειξη, πέφτω προς τα κάτω, πέφτω προς τα κάτω, βάζω, στριμώχνω, βάζω, μπαίνω αθόρυβα, φοράω, φορώ, μπαίνω αθόρυβα, βάζω κτ σε κτ άλλο, μπαίνω, χωρώ σε κτ, βυθίζομαι σε κτ, κομμάτι χαρτί, γλωσσικό ολίσθημα, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω και πέφτω, γλιστράω, γλιστρώ, ταιριάζω, δακτύλιος ολίσθησης, ράμπα, χαλαρή ραφή, κάνω χαλαρή ραφή, κάνω χαλαρή ραφή, περνώ απαρατήρητος, ξεφεύγω, λάθος, μου διαφεύγει, χωρίς φερμουάρ, slip-on, αντιολισθητικός, κόμπος, γλωσσικό ολίσθημα, εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης slip
γλιστράω, γλιστρώintransitive verb (slide: out of) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The glass slipped out of his hand. Του γλίστρησε το ποτήρι απ' το χέρι. |
γλιστράω, γλιστρώintransitive verb (fall) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I slipped on the ice and hurt myself. Γλίστρησα στον πάγο και χτύπησα. |
γλιστράω, γλιστρώintransitive verb (slide foot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He slipped on the wet ground, but didn't fall. Γλίστρησε στο υγρό πάτωμα, αλλά δεν έπεσε. |
γλιστράω, γλιστρώintransitive verb (not grip) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It had rained by the time we got back to the car and, when we tried to drive away, the tyres just kept slipping on the mud. |
γλίστρημαnoun (fall) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) His slip resulted in a broken leg. Αυτό το γλίστρημα του στοίχισε ένα σπασμένο πόδι. |
μεσοφόριnoun (women's undergarment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Maggie is wearing a slip under her dress. Η Μάγκι φοράει μεσοφόρι κάτω από το φόρεμά της. |
λάθος, σφάλμαnoun (informal (mistake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Forgetting to pass on an important message to his boss was the only slip Jake ever made, but it still cost him his job. Το μόνο σφάλμα που έκανε ποτέ ο Τζέικ ήταν ότι ξέχασε να δώσει ένα σημαντικό μήνυμα στο αφεντικό του. Παρ' όλα αυτά, όμως, του κόστισε τη θέση του. |
στιγμιαία απόσπαση, στιγμιαία διάσπασηnoun (lapse) A slip in attention while driving can have tragic consequences. |
παραπάτημαnoun (false step) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The dancer's slip ruined the entire performance. |
γλίστραnoun (pier) (για σκάφη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The ship glided into the slip. |
μαξιλαροθήκηnoun (pillowcase) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We need new slips for the bed, as these are falling apart. |
περνάω, περνώintransitive verb (time) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Once you have children, the years just slip by. |
μειώνομαιintransitive verb (informal, figurative (decline) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prices may slip a little after the tourist season. |
μειώνεται η απόδοσή μου, πέφτει η απόδοσή μουintransitive verb (decline: skills) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The player slipped some from his outstanding play last year. Ο παίκτης έχει πέσει λίγο σε σχέση με την εκπληκτική περσινή του απόδοση. |
λέω καταλάθοςintransitive verb (figurative (mention [sth] accidentally) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He slipped by telling them where their daughter was. Του ξέφυγε που βρισκόταν η κόρη τους. |
κάνω λάθοςintransitive verb (figurative (make a mistake) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He did a good job, but slipped in a couple of cases. Τα πήγε καλά, αλλά του ξέφυγαν καναδυό σημεία. |
εξαφανίζομαιintransitive verb (disappear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He slipped into the shadows. |
περνάω, περνώtransitive verb (place gently) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He slipped the necklace over her head. Της πέρασε το κολιέ πάνω από το κεφάλι. |
λύνωtransitive verb (undo a knot) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sailor slipped the rope from its knot. |
φέρνωtransitive verb (mention casually) (μτφ: στην κουβέντα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He slipped the subject of marriage into the conversation. Πάνω στην κουβέντα πέταξε και το θέμα του γάμου. |
κλείνωtransitive verb (slide: open or shut) (κλείσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She smoothly slipped the door shut. |
δίνω κρυφά κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ στα κρυφάtransitive verb (give surreptitiously) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The grandmother slipped her grandson a sweet. Veronica's father slipped her a few dollars to pay for her night out. |
μου ξεφεύγει κτphrasal verb, transitive, separable (tell a secret) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράωphrasal verb, intransitive (leave discreetly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I hate saying goodbye to everyone at the end of a party so I usually just slip away. Μισώ το να τους αποχαιρετάω όλους στο τέλος ενός πάρτι και έτσι συνήθως απλά φεύγω στα κρυφά. |
περνώ γρήγοραphrasal verb, intransitive (figurative (time: pass) I was trying to finish the exam, but time was just slipping away. Προσπαθούσε να τελειώσω το διαγώνισμα, αλλά η ώρα απλά περνούσε γρήγορα. |
εξαφανίζομαι αργά, αργοσβήνωphrasal verb, intransitive (figurative (slowly disappear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The image of the ghost slipped away before her eyes. |
έφυγεphrasal verb, intransitive (euphemism (die) (ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Three hours after her stroke, she slipped away. Έφυγε τρεις ώρες μετά το εγκεφαλικό της. |
υποτροπιάζω, επιστρέφω σε πρότερη κατάσταση ή συνήθειαphrasal verb, intransitive (regress, revert) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The old woman slipped back into her deep depression. |
κινούμαι ήσυχα/κρυφά προςphrasal verb, intransitive (move quietly to [sb] or [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I slipped back into line before the teacher noticed I had even gone. |
επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάριphrasal verb, transitive, separable (return secretively) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After reading the secret document, he slipped it back into its folder. After removing the cash, the pickpocket slipped the man's wallet back into the owner's pocket. |
προσπερνάω, παρέρχομαιphrasal verb, intransitive (figurative (time: pass quickly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περνώ απαρατήρητοςphrasal verb, intransitive (go by without being noticed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The thieves managed to slip by the security guard and steal the painting. |
πετάω τα ρούχα μου, γδύνομαι βιαστικάphrasal verb, transitive, separable (informal (clothing: remove quickly) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm going to slip off these riding boots and put on more comfortable sandals. Harry came into the warm room from outside and slipped off his coat. |
φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράωphrasal verb, intransitive (informal (leave discreetly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She slipped off to go see her boyfriend before her parents could protest. |
φοράω βιαστικά, βάζω/ρίχνω πάνω μουphrasal verb, transitive, separable (informal (clothing: put on quickly) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I dashed upstairs to slip on something less formal. Έτρεξα επάνω για να ρίξω πάνω μου κάτι λιγότερο επίσημο. |
φεύγω στα κρυφάphrasal verb, intransitive (informal (leave discreetly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She waited until no one was looking, then quietly slipped out through the back door. Περίμενε μέχρι που δεν κοίταζε κανείς και ξεγλίστρησε αθόρυβα από την πίσω πόρτα. |
ξεγλιστράωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (place: leave discreetly) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He slipped out of the meeting and headed home. Έφυγε κρυφά από την συνάντηση και πήγε σπίτι του. |
πέφτωphrasal verb, intransitive (fall out unnoticed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The $100 bill must have slipped out of my pocket; I don't have it anymore. Το χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων πρέπει να έπεσε από την τσέπη μου, δεν το έχω πια. |
μου ξεφεύγει κτphrasal verb, intransitive (be mentioned unintentionally) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I didn't want to spoil the surprise, it just slipped out. Δεν ήθελα να χαλάσω την έκπληξη, απλά μου ξέφυγε. |
βγάζωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (clothing: remove quickly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let me slip out of this monkey suit. Κάτσε να βγάλω το κουστούμι της μαϊμούς. |
πετιέμαι στο/μέχρι το(US, informal (make a short trip to) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm going to slip over to the store to get some milk. |
πηγαίνω κάπου απαρατήρητος(US, informal (go without being noticed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The young lovers slipped over to the lake for some privacy. |
γλυστρώ μέσα απόphrasal verb, transitive, inseparable (pass easily through) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I thought I had a hold of it, but it just slipped through my fingers. |
γλιστράω, γλιστρώphrasal verb, intransitive (slide and fall) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) James was coming down the stairs when he slipped up and fell. Ο Τζέιμς κατέβαινε τη σκάλα όταν γλίστρησε και έπεσε. |
κάνω λάθοςphrasal verb, intransitive (figurative, informal (make a mistake) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sorry, I slipped up when I calculated how much I owe you. Συγγνώμη, έκανα λάθος όταν υπολόγιζα πόσα σου χρωστάω. |
γλίστραnoun (nautical: ramp) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόδειξη κατάθεσηςnoun (US (bank: lists money deposited) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The cash machine had run out of deposit slips again. Most checkbooks come with a few deposit slips. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρακαλώ να μου αποστείλετε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο την απόδειξη κατάθεσης ώστε να ετοιμάσω άμεσα την παραγγελία σας. |
ξεφεύγω, διαφεύγωverbal expression (figurative (be overlooked or missed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φροϋδικό ολίσθημα(mistake) |
ξεφεύγω από κπverbal expression (escape from [sb] following you) |
χαρτί για καθυστερημένη άφιξηnoun (school: form filled in on late arrival) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αντιολισθητικόςadjective (surface: not slippery) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φορτωτικήnoun (document listing items in a parcel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έντυπο κατάθεσηςnoun (banking: deposit form) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άδειαnoun (authorization signed by parent or guardian) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She had to ask her mother to sign her permission slip before she could attend the symphony performance with the rest of her class. |
ειδοποιητήριο απόλυσηςnoun (US, informal (termination of employment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I've worked hard there for years, but today they gave me my pink slip. |
ξαποστέλνωtransitive verb (US, informal (fire) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ειδοποίηση απόρριψηςnoun (publisher's note on a rejected manuscript) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Most authors receive a lot of rejection slips before they finally get published. |
αποδεικτικό καταβολής μισθοδοσίαςnoun (pay notice) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
απόδειξηnoun (document: proof of payment) (έγγραφο εξόφλησης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέφτω προς τα κάτω(slide downward) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω προς τα κάτω(in a ranking, etc.: drop in position) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω(informal, figurative (person: fit into schedule) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I can slip you in this afternoon between my other appointments. |
στριμώχνω(informal, figurative (activity, event: fit into schedule) (μεταφορικά: χρόνος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω(insert, interject) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπαίνω αθόρυβα(enter quietly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She waited until no one was looking, then quietly slipped in through the back door. The burglars slipped in and out of the house without waking up the owners. Περίμενε μέχρι να μην κοιτάει κανείς, μετά μπήκε αθόρυβα από την πίσω πόρτα. Οι διαρρήκτες μπήκαν και βγήκαν αθόρυβα στο σπίτι χωρίς να ξυπνήσουν τους ιδιοκτήτες. |
φοράω, φορώ(figurative (put on: clothing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Give me a minute to get out of my work clothes and slip into something more comfortable. |
μπαίνω αθόρυβα(figurative (room: enter quietly) (σε κτ) Martin slipped quietly into the conference room as the meeting had started. |
βάζω κτ σε κτ άλλο(put into) Jennifer slipped the birthday card into the envelope. Morris slipped the key into his pocket. Η Τζένιφερ έβαλε την κάρτα γενεθλίων στο φάκελο. Ο Μόρις έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. |
μπαίνω(move smoothly) (εύκολα, με άνεση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The gun slipped easily into its holster. |
χωρώ σε κτ(fit easily) This camera slips into a pocket or small purse. Η συγκεκριμένη φωτογραφική μηχανή χωρά στην τσέπη ή σε μια μικρή τσάντα. |
βυθίζομαι σε κτ(figurative (deteriorate) (μεταφορικά) The empire was slowly slipping into chaos before his eyes. |
κομμάτι χαρτίnoun (paper: small piece) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γλωσσικό ολίσθημαnoun (mistake in speaking) |
γλιστράω, γλιστρώ(slide off) (έμφαση στην κίνηση: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How can my favourite vase have slipped off the mantelpiece? |
γλιστράω και πέφτω(fall after sliding on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She slipped on the icy pavement and broke her hip. Γλίστρησε στο παγωμένο πεζοδρόμιο και έσπασε τον γοφό της. |
γλιστράω, γλιστρώ(slide on [sth] and fall) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταιριάζω(fit easily onto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The glove slipped easily over his hand. |
δακτύλιος ολίσθησης(electricity) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ράμπαnoun (UK (ramp: to enter or exit a highway) (εισόδου/εξόδου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαλαρή ραφήnoun (loose stitch between two layers) |
κάνω χαλαρή ραφήtransitive verb (use slip stitch) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω χαλαρή ραφήintransitive verb (use slip stitch on fabric) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνώ απαρατήρητος, ξεφεύγω(be undetected) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The door was left opened and I think we can slip through it without being seen. He slipped through security undetected. Η πόρτα έμεινε ανοιχτή και νομίζω ότι μπορούμε να περάσουμε απαρατήρητοι από εκεί. Πέρασε απαρατήρητος από την ασφάλεια. |
λάθοςnoun (informal (mistake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A slip-up in defence allowed Soldado to score the winning goal. Ένα λάθος στην άμυνα επέτρεψε στον Σολδάδο να βάλει το νικηφόρο γκολ. |
μου διαφεύγειverbal expression (be forgotten) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I missed the meeting; it slipped my mind. Δεν πήγα στη συνάντηση. Το ξέχασα τελείως. |
χωρίς φερμουάρadjective (shoe, clothing: no fasteners) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
slip-onnoun (shoe without fasteners) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αντιολισθητικόςadjective (surface: non-slide) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κόμποςnoun (running knot) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The scouts learned how to tie slipknots and square knots. |
γλωσσικό ολίσθημαnoun (informal (mistake in speaking) The politician has apologized for a verbal slip-up that he says was not meant to offend. |
εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίαςnoun (summary of salary payments) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του slip στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του slip
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.