Τι σημαίνει το lavar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lavar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lavar στο πορτογαλικά.

Η λέξη lavar στο πορτογαλικά σημαίνει πλένω, πλένω, πλένω, νίβω, απομακρύνω, καθαρίζω, πλένω, βγάζω, πλένω, καθαρίζω, πλένω, πλένω, ξεπλένω, ξεπλένω, πλένω, ξεπλένω, πλένω, ξεπλένω, βρέχω, πλένω, καθαρίζω, ξεπλένω, ξεβγάζω, σφουγγαρίζω, ρίχνω κτ στη λεκάνη της τουαλέτας και τραβάω το καζανάκι, πλένω, ξεπλένω, πλένομαι, πλένω τα ρούχα, πλυντήριο πιάτων, πλένομαι, κάνω πρόπλυση, που δεν χρειάζεται σιδέρωμα, άπλυτα, πλυντήριο, μπουγάδα, λεκάνη, πλυντήριο πιάτων, απορρυπαντικό ρούχων, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, πλυντήριο ρούχων, λεκάνη, ποδόλουτρο, πλένω τα πιάτα, ξαναπλένω, λούζω, πλένω, για το πλύσιμο, πλένω τα πιάτα, λούζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλένω στο πλυντήριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lavar

πλένω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não se esqueça de lavar as mãos.
Μην ξεχάσεις να πλύνεις τα χέρια σου.

πλένω

verbo transitivo (louça)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode lavar e eu seco.

πλένω

verbo transitivo (roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estes jeans precisam ser lavados.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει να πλύνω επειγόντως το φόρεμά μου.

νίβω

(παλαιό, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A saliva ajuda a lavar as bactérias dos dentes.
Το σάλιο βοηθάει στο να απομακρύνονται τα βακτήρια από τα δόντια.

καθαρίζω, πλένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(με πλύσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você acha que vamos conseguir lavar essa mancha?
Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι;

πλένω, καθαρίζω

(limpar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πλύνε (or: καθάρισε) την σανίδα κοπής με ζεστό νερό και μπόλικο σαπούνι για να σκοτώσεις τα βακτήρια. Από τη στιγμή που ξεκινάνε οι περιορισμοί στο νερό δε θα μπορούμε να καθαρίζουμε τα πεζοδρόμια σε καθημερινή βάση.

πλένω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ovos mexidos deixam a frigideira difícil de lavar.

πλένω, ξεπλένω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lave a ferida com peróxido de hidrogênio duas vezes ao dia.
Πλύνε την πληγή με υπεροξείδιο του υδρογόνου δύο φορές τη μέρα.

ξεπλένω

(αυτό που έχει λερωθεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μάρκ καθάρισε τη σοκολάτα από το πρόσωπο της κόρης του.

πλένω, ξεπλένω

verbo transitivo (com fluxo d'água)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando ela era malcriada, a mãe dela lavava a boca dela com água e sabão.
Όταν ήταν άτακτη η μητέρα της της έπλενε το στόμα με σαπούνι και νερό.

ξεπλένω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρέχω

verbo transitivo (passar água em)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλένω, καθαρίζω

verbo transitivo (com produtos: carpete) (χαλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Προσλάβαμε επαγγελματίες για να πλύνουν (or: καθαρίσουν) τα χαλιά.

ξεπλένω, ξεβγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σφουγγαρίζω

(chão)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carlos esfregou o chão depois do seu turno.
Ο Κάιλ σφουγγάρισε το πάτωμα μετά από τη βάρδιά του.

ρίχνω κτ στη λεκάνη της τουαλέτας και τραβάω το καζανάκι

(ανάλογα την περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλένω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπλένω

locução verbal (figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλένομαι

(ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-)
Eu gostaria de tomar banho antes do jantar.
Θα ήθελα να πλυθώ πριν το φαγητό.

πλένω τα ρούχα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Às segundas-feiras eu lavo e passo roupa, passo pano no chão e organizo as coisas.

πλυντήριο πιάτων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Amo cozinhar, mas odeio limpar, portanto uma lava-louças é essencial para mim.
Λατρεύω το μαγείρεμα, μισώ όμως το συγύρισμα, επομένως ένα πλυντήριο πιάτων μου είναι απαραίτητο.

πλένομαι

verbo pronominal/reflexivo (rosto e mãos) (πρόσωπο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vá se lavar para o jantar.
Πήγαινε πλύσου για να φάμε βραδινό.

κάνω πρόπλυση

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν χρειάζεται σιδέρωμα

(roupa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άπλυτα

(ρούχα για πλύσιμο)

Põe as tuas roupas para lavar no cesto de roupa suja.
Βάλε τα άπλυτά σου σου στο καλάθι.

πλυντήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπουγάδα

locução verbal (ρούχα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu não tenho tempo de lavar roupa de manhã.
Δεν έχω χρόνο για μπουγάδα σήμερα το πρωί.

λεκάνη

(για πλύσιμο πιάτων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλυντήριο πιάτων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απορρυπαντικό ρούχων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας

(μηχάνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλυντήριο ρούχων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λεκάνη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ποδόλουτρο

substantivo feminino (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλένω τα πιάτα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναπλένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λούζω, πλένω

(μαλλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Λούζεις τα μαλλιά σου καθημερινά;

για το πλύσιμο

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você vai achar produtos de lavar ali atrás da máquina.
Θα βρεις προμήθειες για το πλύσιμο πίσω από εκείνο το πλυντήριο.

πλένω τα πιάτα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois que fiz o jantar, tive que lavar a louça.
Αφού μαγείρεψα το δείπνο έπρεπε να πλύνω τα πιάτα.

λούζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

substantivo masculino

πλένω στο πλυντήριο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lavar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του lavar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.