Τι σημαίνει το soft στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης soft στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soft στο Αγγλικά.

Η λέξη soft στο Αγγλικά σημαίνει μαλακός, απαλός, αδύναμος, μαλακός, απαλός, απαλός, μαλακός, επιεικής, ελαστικός, τσιμπημένος, απαλός, απαλός, διαλλακτικός, μαλθακός, δακρυσμένος, βουρκωμένος, εύκολος, ήπιος, ήπιος, μαλακός, μαλακός, ελαφρύς, αυθέραιτος, αβάσιμος, αστήρικτος, μαλακός, αδύναμος, χαμηλότοκος, πεσμένος, μαλακός, μαλακός, μαλακός, μαλακός, σιγά, μαλακό έλκος, είμαι επιεικής, είμαι ευγενικός, πέφτω, μαλακώνω, απαλός σαν μετάξι, μαλακό μπισκότο, έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή, έγγραφο σε ψηφιακή μορφή, αναψυκτικό, εταιρεία παραγωγής αναψυκτικών, μαλακό ναρκωτικό, απαλή εστίαση, μικροί καρποί, μαλακοί καρποί, λευκά είδη, είδη νεωτερισμών, μαλακά έπιπλα, υφάσματα, λευκά είδη, είδη νεωτερισμών, ομαλή προσεδάφιση, ομαλή προσγείωση, μαλακή υπερώα, μαλακό παστέλ, αχνό παστέλ, απαλό παστέλ, μαλακό πορνό, απαλό ροκ, πώληση/προώθηση προϊόντος διακριτικά/χωρίς επιμονή, παγωτό μηχανής, κοινωνικές δεξιότητες, γαλιφιά, κολακεία, καλοπιάνω, αδυναμία, ευαίσθητο σημείο, ευαίσθητη χορδή, εύκολος στόχος, εύκολος, μαλακό παιχνίδι, απαλή φωνή, μαλακό νερό, μελάτο αβγό, αισθησιακός, μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα, παίζω μουσική πατώντας το μαλακό πεντάλ, κάνω πιο απαλό με το μαλακό πεντάλ, με αφρώδη παιχνίδια, με μαλακό κέλυφος, καβούρι με μαλακό κέλυφος, γλυκομίλητος, χαρτόδετος, ευαίσθητος, συναισθηματικός, ευαίσθητος, συναισθηματικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης soft

μαλακός

adjective (material: not rigid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
People love our sofa because it is so soft.
Σε όλους αρέσει ο καναπές μας γιατί είναι τόσο μαλακός.

απαλός

adjective (surface: not rough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This fabric is so soft and smooth.
Αυτό το ύφασμα είναι τόσο απαλό και λείο.

αδύναμος, μαλακός

adjective (figurative (person: weak)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't be so soft. Tell them what you have to tell them and don't be afraid.
Μην είσαι τόσο αδύναμος (or: μαλακός). Πες τους ό,τι έχεις να τους πεις και μη φοβάσαι.

απαλός

adjective (lighting: subdued)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The room's soft lighting made for a more romantic setting.
Ο απαλός φωτισμός του δωματίου δημιουργούσε μια πιο ρομαντική ατμόσφαιρα.

απαλός

adjective (sound: gentle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The restaurant had soft music playing in the background.
Το εστιατόριο έπαιζε απαλή μουσική στο βάθος.

μαλακός

adjective (figurative (drug: not addictive) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marijuana is considered a soft drug.
Η μαριχουάνα θεωρείται μαλακό ναρκωτικό.

επιεικής

adjective (figurative (response: lenient)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sentence passed on him by the judge was too soft, in my opinion.
Η ποινή που του επιβλήθηκε από τον δικαστή ήταν πολύ επιεικής κατά τη γνώμη μου.

ελαστικός

(not strict) (μτφ: με κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The kids like her because she is soft with them.
Τα παιδιά τη συμπαθούν, επειδή είναι ελαστική (or: επιεικής) μαζί τους.

τσιμπημένος

(informal, dated (fond of, attracted to) (μτφ: με κάποιον)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I think my brother's a little soft on you.
Νομίζω ότι ο αδερφός μου είναι λίγο τσιμπημένος μαζί σου.

απαλός

adjective (edge: not distinct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I love the soft edges in this painting.

απαλός

adjective (movement, gesture: gentle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She gave the baby a soft kiss on the cheek.

διαλλακτικός

adjective (figurative (politics: open to compromise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The congressman was soft on the issue and willing to compromise.

μαλθακός

adjective (figurative (person: lazy, coddled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
While my first son is successful, my second son is too soft and doesn't do anything.

δακρυσμένος, βουρκωμένος

adjective (figurative (eyes: moist)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The lady gazed upon the poor children with soft eyes.

εύκολος

adjective (figurative (job, task: easy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We gave the new employee a soft task for his first assignment.

ήπιος

adjective (figurative (weather: mild)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The soft climate in California attracts many people.

ήπιος

adjective (figurative (slope: gentle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is a soft incline for the next two miles.

μαλακός

adjective (water: free of minerals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The town was blessed with naturally soft water.

μαλακός

adjective (figurative (chemical: not harsh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This detergent is soft on the clothes.

ελαφρύς

adjective (figurative (news: not serious) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The magazine had some hard news, but most of it was soft news like fashion.

αυθέραιτος, αβάσιμος, αστήρικτος

adjective (figurative (based on interpretation not facts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They only had soft facts, not hard ones to base their case on.

μαλακός, αδύναμος

adjective (figurative (currency: not convertible) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Soft currencies are not used in international trade.

χαμηλότοκος

adjective (figurative (loan: not secured)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This bank specializes in high-risk, soft loans.

πεσμένος

adjective (figurative (stock market: not performing)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The market has been soft for the last two weeks.

μαλακός

adjective (phonetics: c, g)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The soft 'c' in English is pronounced like an 's'.

μαλακός

adjective (vowel: makes preceding consonant soft)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some vowels are soft vowels, others are hard vowels.

μαλακός

adjective (consonant: p, t, f, etc.) (φωνολογία: σύμφωνο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All of the lines in the poem end with soft consonant sounds.

μαλακός

adjective (food: easily digested)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My grandfather has lost all his teeth, so now he can only eat soft foods.

σιγά

adverb (US, informal (softly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Talk soft please. I'm not deaf!

μαλακό έλκος

noun (venereal ulcer)

είμαι επιεικής, είμαι ευγενικός

verbal expression (informal, figurative (be lenient, gentle)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Don't go soft on me, you need to say what you really think.
Μην είσαι επιεικής (or: Μην είσαι ευγενικός) μαζί μου. Πρέπει να πεις αυτό που πιστεύεις.

πέφτω, μαλακώνω

(slang (not sustain an erection) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Men generally go soft pretty soon after they have an orgasm.

απαλός σαν μετάξι

adjective (very soft to the touch)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μαλακό μπισκότο

noun (sweet biscuit)

έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή, έγγραφο σε ψηφιακή μορφή

noun (digital document)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναψυκτικό

noun (non-alcoholic beverage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We've got a choice of soft drinks for the kids, and punch for the grown-ups.
Έχουμε ποικιλία αναψυκτικών για τα παιδιά και κοκτέιλ για τους μεγάλους.

εταιρεία παραγωγής αναψυκτικών

noun (company: makes non-alcoholic beverages)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Schweppes is a major soft drinks manufacturer and they have factories in many different countries.

μαλακό ναρκωτικό

noun (informal, figurative (substance: not addictive) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απαλή εστίαση

noun (photography: diffused effect)

μικροί καρποί, μαλακοί καρποί

noun (berries)

λευκά είδη, είδη νεωτερισμών

plural noun (home fabrics)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαλακά έπιπλα

noun (padded seating for the home)

υφάσματα, λευκά είδη, είδη νεωτερισμών

plural noun (textiles and home fabrics)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ομαλή προσεδάφιση

noun (space vehicle)

The Viking spacecraft executed a soft landing on Mars.

ομαλή προσγείωση

noun (figurative (economic growth) (μεταφορικά)

Most economists foresee a soft landing for the economy.

μαλακή υπερώα

noun (biology: velum)

μαλακό παστέλ

noun (art medium: chalk or dry pastel)

αχνό παστέλ, απαλό παστέλ

noun (very pale colour) (χρώμα)

μαλακό πορνό

noun (informal, figurative (pornography that is not too explicit)

The actress hid the fact that she had once been in a soft porn movie.

απαλό ροκ

noun (music genre) (μουσική)

πώληση/προώθηση προϊόντος διακριτικά/χωρίς επιμονή

noun (gentle persuasion to buy [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The salesman tried the soft sell approach on me, but it didn't work: I just wasn't interested.

παγωτό μηχανής

noun (frozen dessert with soft consistency)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
For dessert we had soft serve ice cream in a cone.
Για επιδόρπιο, φάγαμε παγωτό μηχανής σε χωνάκι.

κοινωνικές δεξιότητες

plural noun (emotional intelligence)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He is not the best salesman we have, but his soft skills are proving very useful.
Δεν είναι ο καλύτερος πωλητής που έχουμε αλλά οι κοινωνικές του δεξιότητες είναι πολύ χρήσιμες.

γαλιφιά, κολακεία

noun (figurative, informal (flattery, persuasion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It will take more than a bit of soft soap to convince Jane that Bill isn't trying to trick her.

καλοπιάνω

transitive verb (figurative, informal (persuade, flatter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Truman felt that Churchill had tried to soft-soap him at Potsdam.

αδυναμία, ευαίσθητο σημείο, ευαίσθητη χορδή

noun (informal (particular fondness or affection) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a real soft spot for my cousin: I'd do anything to help her. I don't particularly like most dogs, but I do have a soft spot for poodles.
Έχω αδυναμία στην ξαδέρφη μου, θα έκανα τα πάντα για να τη βοηθήσω. Δε μου αρέσουν ιδιαίτερα τα περισσότερα σκυλιά αλλά έχω αδυναμία στα κανίς.

εύκολος στόχος

noun ([sth] easy to hit)

A soft target is one that's easy to hit.

εύκολος

noun (informal, figurative ([sb] who is easy to persuade) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ask Dad to give you the money. He's a soft touch - he's bound to say yes.

μαλακό παιχνίδι

noun (stuffed plaything, plush)

απαλή φωνή

noun (gentle or quiet speech)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My brother has a very soft voice; sometimes I can't hear what he's saying.

μαλακό νερό

noun (water with low calcium content)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μελάτο αβγό

noun (boiled egg with runny yolk)

αισθησιακός

adjective (erotic, slightly pornographic) (αναφορά στην πορνογραφία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα

transitive verb (figurative, informal (downplay, try to minimize)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίζω μουσική πατώντας το μαλακό πεντάλ

intransitive verb (music: use soft pedal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω πιο απαλό με το μαλακό πεντάλ

transitive verb (music: soften with soft pedal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με αφρώδη παιχνίδια

adjective (safe play area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με μαλακό κέλυφος

noun as adjective (zoology: having a flexible shell)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καβούρι με μαλακό κέλυφος

noun (crustacean with edible shell) (ως φαγητό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fried soft-shell crab on French bread is my favorite sandwich.

γλυκομίλητος

adjective (having a quiet or gentle voice)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was surprised when my usually soft-spoken sister began to yell at me.

χαρτόδετος

adjective (book: paperback)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευαίσθητος, συναισθηματικός

adjective (figurative (tender, sensitive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευαίσθητος, συναισθηματικός

adjective (figurative (sympathetic, generous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soft στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του soft

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.