Τι σημαίνει το idle στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης idle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του idle στο Αγγλικά.
Η λέξη idle στο Αγγλικά σημαίνει άπραγος, αδρανής, κούφιος, ελεύθερος, κενός, σε αχρηστία, στο ρελαντί, τεμπελιάζω, αδιάθετος, άσκοπος, μάταιος, ανώφελος, ανούσιος, ασήμαντος, περνάω κτ χαλαρά, περνάω κτ χωρίς να κάνω τίποτα, αρχιτεμπέλαρος, ψιλοκουβέντα, κουτσομπολιό, κουτσομπολιό, ελεύθερος χρόνος, ρελαντί, ανούσιες κουβέντες, κενή απειλή, χρόνος αδράνειας, εποχή αδράνειας, μένω αχρησιμοποίητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης idle
άπραγοςadjective (person: doing nothing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The workers were idle because of the late shipment of materials. Οι εργάτες έμεναν άπραγοι λόγω της καθυστερημένης αποστολής των υλικών. |
αδρανήςadjective (person: lazy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Helen hoped that her idle daughter would become more motivated if she got a job. Η Ελένη ήλπιζε ότι η τεμπέλα κόρη της θα αποκτούσε περισσότερο κίνητρο εάν έβρισκε μια δουλειά. |
κούφιοςadjective (gossip, threats: pointless) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The corporation disregarded the idle threats of the small union. Η εταιρεία αγνόησε τις ανούσιες απειλές του μικρού σωματείου. |
ελεύθερος, κενόςadjective (time: non-productive) (μεταφορικά: χρόνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fred liked to spend his idle time fishing in the creek behind his house. Στον Φρεντ άρεσε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του ψαρεύοντας στο ρυάκι πίσω από το σπίτι του. |
σε αχρηστίαadjective ([sth]: not being used) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The new equipment was left idle in the warehouse because of the endless bureaucracy. Ο καινούριος εξοπλισμός παρέμεινε αχρησιμοποίητος στην αποθήκη λόγω της ατελείωτης γραφειοκρατίας. |
στο ρελαντίintransitive verb (engine: be left running) (αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peter let his car idle at the traffic light. Ο Πέτρος άφησε το αυτοκίνητό του στο ρελαντί στο φανάρι. |
τεμπελιάζωintransitive verb (person: laze, do nothing) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ron was reprimanded by his boss for idling at work. |
αδιάθετοςadjective (assets: unused) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ken never left his money idle and always invested it well. |
άσκοπος, μάταιος, ανώφελος, ανούσιος, ασήμαντοςadjective (frivolous) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Larry spent all his money on idle pleasures instead of planning for the future. |
περνάω κτ χαλαρά, περνάω κτ χωρίς να κάνω τίποταphrasal verb, transitive, separable (time, hours: pass lazily) The teenagers idled the summer away in the house instead of making themselves useful. |
αρχιτεμπέλαροςadjective (informal (does nothing) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jake does nothing around the house -- he's bone idle! |
ψιλοκουβένταnoun (chitchat, discussion of trivia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I can't stay here indulging in idle chatter, I have work to do. |
κουτσομπολιόnoun (unfounded speculation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I've heard it said that their marriage is in trouble, but I think that's just idle gossip. |
κουτσομπολιόnoun (chitchat, discussion of trivia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελεύθερος χρόνοςplural noun (leisure time) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I spend my idle hours reading crime novels. |
ρελαντίnoun (engine's slowest speed) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ανούσιες κουβέντεςnoun (gossip, rumour) The two women made idle talk about friends and family. |
κενή απειλήnoun (no intent to follow through) (μεταφορικά) Her talk of resigning was regarded as an idle threat. |
χρόνος αδράνειαςnoun (computing: period of non-use) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εποχή αδράνειαςnoun (business: non-productive time) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω αχρησιμοποίητοςadjective (not being used) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) My brother bought a bicycle which he no longer uses and it's just lying idle in the garage. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του idle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του idle
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.