Τι σημαίνει το lejos στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lejos στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lejos στο ισπανικά.

Η λέξη lejos στο ισπανικά σημαίνει εμπρός, μακριά, μακριά, μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση, μακριά, μακριά από κπ/κτ, πέρα, μακριά, μακριά, που έχει πέσει έξω, -, άσχετος, χωριστά, χώρια, -, απόσταση, εκτός, μακριά, σε απόσταση, σε απόσταση ασφαλείας, πετάω, πετώ, πιο μακριά, ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός, μακριά, κοντά και μακριά, σχετικά κοντινός, μόλις έχει αρχίσει, μακριά, μακριά, ούτε κατά διάνοια, μακριά, όσο το δυνατό μακρύτερα, από απόσταση, από μακριά, από απόσταση, από μακριά, σε απόσταση που δεν φτάνεται, πολύ μακριά, αρκετά μακριά, αρκετά μακριά, πιο μπροστά, κάθε άλλο, Είναι αρκετή απόσταση, πόσο μακριά, σχετικά κοντινός σε, μέχρι, στον ορίζοντα, κατά πολύ, μακριά από το σπίτι, όχι πιο κοντά από, μακριά από, που απέχει πολύ από, μακριά από, τόσο μακριά όσο, μακριά από, πολύς περισσότερος από, μακριά από κπ/κτ, μένω μακριά από κπ/κτ, πηγαίνω μπροστά, ατενίζω, ρίχνω καλύτερη βολή, πηγαίνω πιο μακριά από κπ/κτ, υπερβολικά, άστοχος, πιο μακριά, μακριά, παρατραβηγμένα, μακριά, πόσο μακριά, αντί, πολύ πιο προχωρημένος από κπ/κτ, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, κρατάω απόσταση από, μένω μακριά από κπ/κτ, φεύγω, από εδώ, στο μέλλον, μελλοντικά, απέχω από κτ, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, μακριά από την ακτή, περισσότερο, πιο μακριά, πέρα, μακριά, παραπέρα, πιο μακρινός, μακριά, μακριά, επιτυγχάνω, δεν πρόκειται να κάνω κτ, απομακρύνομαι, ακολουθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lejos

εμπρός

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El caballero fue lejos en su búsqueda.
Ο ιππότης έφυγε ιππεύοντας για την αναζήτησή του. Το πλοίο απομακρύνθηκε με κατεύθυνση νέα εδάφη.

μακριά

(ubicación)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μακριά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La corriente hizo que el bote inflable de los chicos se fuera lejos de la orilla.

μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση

adverbio

El final del proyecto todavía está lejos.
Δεν είμαι σίγουρος ότι θα δεχόμουν μια δουλειά εκεί· είναι σε μεγάλη απόσταση από την οικογένειά μου. Έχουμε να καλύψουμε σημαντική απόσταση, πριν θεωρηθεί ολοκληρωμένο αυτό το πρότζεκτ.

μακριά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La igualdad de sexos está lejos todavía.
Η ισότητα των φύλων απέχει πολλά χρόνια ακόμα.

μακριά από κπ/κτ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vivieron lejos durante años, ella en Madrid y el en Washington.
Έζησαν χωριστά για χρόνια. Αυτή ήταν στη Μαδρίτη κι αυτός στην Ουάσινγκτον.

πέρα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vive lejos, en la parte oeste de la ciudad.
Μένει πέρα στο δυτικό άκρο της πόλης.

μακριά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Corrió lejos dentro del bosque para escapar de la policía.

μακριά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella se marchó lejos de él.
Περπάτησε μακριά του.

που έχει πέσει έξω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu suposición no estaba tan alejada de la verdad.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
En tu ensayo, trata de no desviarte del punto principal.
Στην έκθεσή σου, προσπάθησε να μην απομακρυνθείς από το κύριο θέμα.

άσχετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sus respuestas seguían siendo desacertadas. Realmente no tenía ni idea.

χωριστά, χώρια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él y su esposa estaban separados uno del otro.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Shelley disparó desviado del blanco.
Η Σέλλεϋ πυροβόλησε αλλά αστόχησε κατά πολύ.

απόσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chicago está a una larga distancia de aquí.
Το Σικάγο είναι σε πολύ μεγάλη απόσταση από εδώ.

εκτός

Estaré fuera de la escuela toda la semana próxima.

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A lo lejos, Eric solo distinguía una aldea.

σε απόσταση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él se mantiene a distancia de las discusiones políticas.

σε απόσταση ασφαλείας

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya me ha mentido antes así que prefiero mantenerlo a distancia.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιο μακριά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¿Queda lejos de aquí? ¿Más lejos que esa casa que está por allá?
Είναι μακριά; Είναι πιο πέρα από εκείνο εκεί το σπίτι;

ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
En un día despejado se pueden ver la montaña más lejana desde aquí.

μακριά

(ο ένας από τον άλλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
China y Rumanía tienen una amistad duradera pese a que ambos países están muy apartados.

κοντά και μακριά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Enfocar la cámara puede ser un problema en tomas donde hay objetos cerca y lejos.

σχετικά κοντινός

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El cine no está lejos, está a dos cuadras de aquí.

μόλις έχει αρχίσει

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Habían ganado una batalla pero la guerra estaba lejos de acabarse.

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Springfield queda lejos de aquí.
Το Σπρίνγκφιλντ είναι μακριά από εδώ.

μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ούτε κατά διάνοια

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Con dos libras de carne, ni de lejos damos de comer a cincuenta personas.

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A lo lejos se divisaba una luz.

όσο το δυνατό μακρύτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por favor, durante la visita, eviten el uso del celular en la medida de lo posible.

από απόσταση, από μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από απόσταση, από μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε απόσταση που δεν φτάνεται

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi podía tocar el techo, pero estaba lejos de mi alcance.
Μπορούσα σχεδόν ν' αγγίξω το ταβάνι, αλλά ήταν μόλις σε μια απόσταση που δε φτανόταν.

πολύ μακριά, αρκετά μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Yo iría a visitarte, pero tu casa me queda demasiado lejos para ir y volver en el día.

αρκετά μακριά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El restaurante está bastante lejos de aquí como para ir caminando.

πιο μπροστά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κάθε άλλο

locución adverbial (figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Este plato está lejos de ser una exquisitez.
Το πιάτο κάθε άλλο παρά νόστιμο είναι. Ο διαγωνισμός κάθε άλλο παρά τελείωσε.

Είναι αρκετή απόσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πόσο μακριά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿A qué distancia está la gasolinera más cercana? ¿A qué distancia puedes llegar con el tanque lleno de gasolina?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πόσο μακριά είναι το κοντινότερο βενζινάδικο από εδώ;

σχετικά κοντινός σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El parque no está lejos de aquí, sigue en esta calle y luego da vuelta a la izquierda.
Το πάρκο είναι σχετικά κοντά, συνέχισε ευθεία και έπειτα στρίψε αριστερά.

μέχρι

locución conjuntiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Trata de arrojarlo tan lejos como puedas.

στον ορίζοντα

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά πολύ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακριά από το σπίτι

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όχι πιο κοντά από

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He estado tratando de hacer este crucigrama por una hora, y estoy lejos de terminarlo. La administración está lejos de encontrar una solución.

μακριά από, που απέχει πολύ από

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El banco está bien lejos de la biblioteca.
Η τράπεζα είναι μακριά από τη βιβλιοθήκη.

μακριά από

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Después de la discusión, decidieron estar bien lejos el uno del otro. Cualquier planta de energía nuclear debe estar localizada bien lejos de los centros urbanos.
Μετά τη διαφωνία αποφάσισαν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλο. Τα πυρηνικά εργοστάσια θα έπρεπε να βρίσκονται μακριά από αστικά κέντρα.

τόσο μακριά όσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El nuevo almacén está igual de lejos que el viejo.
Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό.

μακριά από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lejos del epicentro del terremoto los daños fueron menores.
Μακριά από το επίκεντρο του σεισμού υπήρχαν λιγότερες ζημιές.

πολύς περισσότερος από

locución adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El ejército chino tiene de lejos más de unos pocos miles de soldados.

μακριά από κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El pueblo donde crecí es lejos de aquí.

μένω μακριά από κπ/κτ

(μεταφορικά)

πηγαίνω μπροστά

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi hermana es una escritora muy talentosa; va a llegar lejos.

ατενίζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ρίχνω καλύτερη βολή

(béisbol) (αθλητισμός)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πηγαίνω πιο μακριά από κπ/κτ

(απόσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερβολικά

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Tu problema es que eres inteligente por goleada!
Το πρόβλημά σου είναι ότι παραείσαι έξυπνος!

άστοχος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιο μακριά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
De todos mis hermanos, soy el que ha viajado más lejos.

μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esos pájaros están nadando muy lejos de la orilla, así que necesitarás unos prismáticos para verlos.

παρατραβηγμένα

locución adverbial (figurado) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Has llevado las cosas demasiado lejos. No era para tanto.

μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi familia vive muy lejos.
Η οικογένειά μου ζει μακριά.

πόσο μακριά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esta aplicación me dice qué distancia he trotado.

αντί

locución preposicional

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Lejos de sentirse satisfecha con su nuevo trabajo, decidió buscar uno nuevo.
Αντί να είναι είναι ευχαριστημένη με την τωρινή της δουλειά, αποφάσισε να ψάξει άλλη.

πολύ πιο προχωρημένος από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No me acerco a gente que está enferma.
Δεν πλησιάζω άτομα που είναι άρρωστα.

κρατάω απόσταση από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mantente alejado de la línea de fuego, sólo los bomberos pueden pasar la cinta amarilla.
Κράτησε απόσταση από τη γραμμή. Μόνο οι πυροσβέστες επιτρέπεται να περάσουν την κίτρινη κορδέλα.

μένω μακριά από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Aléjate de mí, tengo sarampión!
Μείνε μακριά μου! Έχω ιλαρά.

φεύγω

(eufemismo) (ευφημ: πεθαίνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

από εδώ

(απόσταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi familia está a mucha distancia.
Η οικογένειά μου είναι πολύ μακριά από εδώ.

στο μέλλον, μελλοντικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi sesenta cumpleaños todavía está muy lejos.

απέχω από κτ

locución verbal (figurado)

Quiero perder peso así que estoy manteniéndome alejado del chocolate por un tiempo.
Θέλω να χάσω βάρος, έτσι απέχω από τις σοκολάτες για κάποιο διάστημα.

κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay muchas cosas que puedes hacer para mantener alejados los mosquitos.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις για να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια.

μακριά από την ακτή

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El bote se está yendo lejos de la costa.
Το πλοίο έχει παρασυρθεί στα ανοιχτά.

περισσότερο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La poetisa descubrió que su poesía era mejor cuando permitía a sus pensamientos vagar más lejos.

πιο μακριά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Necesitas caminar más lejos de lo que acostumbras si quieres hacer ejercicio.
Πρέπει να περπατήσεις πιο μακριά από αυτό εάν θέλεις να γυμναστείς. Εκείνη μπορεί να πετάξει την μπάλα πιο μακριά από ότι ο αδερφός της.

πέρα, μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Desde lejos llegaba el sonido de una cascada.
Από μακριά ακούστηκε ο ήχος ενός καταρράκτη.

παραπέρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Anhelaba ir al siguiente pueblo y más allá.

πιο μακρινός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jim llamó a sus hijos que estaban en el lado más lejano de la piscina.

μακριά

(από κάποιον/κάτι)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mantente apartado de él. Es peligroso.
Μείνε μακριά του. Είναι επικίνδυνος.

μακριά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él podía ver la montaña a lo lejos, en la distancia.

επιτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν πρόκειται να κάνω κτ

απομακρύνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακολουθώ

locución verbal (proyectil) (κινούμενο στόχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apúntale al blanco uno o dos pies más lejos.
Ακολούθησε το στόχο για ένα-δύο πόδια.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lejos στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.