Τι σημαίνει το lenguaje στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lenguaje στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lenguaje στο ισπανικά.

Η λέξη lenguaje στο ισπανικά σημαίνει γλώσσα προγραμματισμού, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, λεξιλόγιο, διάλεκτος, ιδιόλεκτος, διατύπωση, γλώσσα, άσεμνη γλώσσα, αναγνώσιμος από μηχάνημα, σε καθημερινή χρήση, με απλά λόγια, με απλά λόγια, νοηματική, άτομο που επικοινωνεί στη νοηματική γλώσσα, υβρεολόγιο, μισόλογα, δημοσιογραφίστικα, υπηρεσιακή ορολογία, ομιλία των μωρών, γλώσσα του σώματος, μεταφορικός λόγος, πρόβλημα ομιλίας, βωμολοχία, επίσημη γλώσσα, αισχρή γλώσσα, δόκιμη, επίσημη γλώσσα, καθομιλουμένη, λογοτεχνική γλώσσα/ύφος, γλώσσα χαμηλού επιπέδου, δυαδική γλώσσα, φυσική γλώσσα, μη φραστική επικοινωνία, χειρονομίες και γλώσσα του σώματος, αισχρολογία, βωμολοχία, επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα, ποιητικός λόγος, βλάσφημη γλώσσα, αισχρολογία, χυδαιότητα, νοηματική γλώσσα, λογοθεραπεία, προφορική γλώσσα, συμβολική γλώσσα, χυδαία γλώσσα, γλώσσα sms, γλώσσα των sms, άσεμνο λεξιλόγιο, συνδεδεμένη ομιλία, γλαφυρότητα, παραστατικότητα, τεχνικό μπλα μπλα, μελέτη/εκμάθηση γλώσσας, απλά λόγια, ξεκάθαρα λόγια, μωρουδιακά, μπεμπεκίστικα, επίσημη γλώσσα, άσεμνο λεξιλόγιο, τολμηρό λεξιλόγιο, γλαφυρός λόγος, παραστατικός λόγος, γλώσσα προγραμματισμού, γλώσσα προγραμματισμού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lenguaje

γλώσσα προγραμματισμού

nombre masculino (Η/Υ: κώδικας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Java es un lenguaje de ordenadores.
Η Java είναι γλώσσα προγραμματισμού.

γλώσσα

(μτφ: λεξιλόγιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡No uses ese lenguaje! Por favor, usa palabras más educadas.
Μη χρησιμοποιείς τέτοια γλώσσα! Σε παρακαλώ να χρησιμοποιείς πιο ευγενικό λεξιλόγιο.

γλώσσα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El lenguaje usado en este documentos es árido y aburrido.
Αυτό το έγγραφο χρησιμοποιεί πολύ ανιαρή και ξερή γλώσσα.

γλώσσα

nombre masculino (μτφ: τρόπος έκφρασης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El lenguaje de los perros incluye gruñidos y gemidos.
Η γλώσσα των σκυλιών περιλαμβάνει γαβγίσματα, γρυλίσματα και κλαψουρίσματα.

λεξιλόγιο

(χυδαίες λέξεις)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡No uses ese vocabulario delante de los niños!
Μη χρησιμοποιείς αυτό το λεξιλόγιο μπροστά στα παιδιά!

διάλεκτος, ιδιόλεκτος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διατύπωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γλώσσα

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mucha gente lucha cuando trata de dominar otra lengua.
Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται όταν προσπαθούν να μάθουν μια άλλη γλώσσα.

άσεμνη γλώσσα

Tengo que avisarte, en esta película hay muchas palabrotas.

αναγνώσιμος από μηχάνημα

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Parecen un montón de símbolos sin sentido porque está en lenguaje de computadora, la máquina entiende el código, no te preocupes.

σε καθημερινή χρήση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando los filósofos hablan de "libertad" generalmente se refieren a algo completamente diferente al significado de uso diario de esa palabra.

με απλά λόγια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με απλά λόγια

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debes escribir las instrucciones en lenguaje simple para que la gente pueda entenderlas.
Πρέπει να γράψεις τις οδηγίες με απλά λόγια ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να τις καταλάβουν. Ο καινούριος Πρωθυπουργός εξέφρασε τις πολιτικές του απόψεις με απλά λόγια.

νοηματική

(general)

Emily se está volviendo buena en el lenguaje de señas.

άτομο που επικοινωνεί στη νοηματική γλώσσα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υβρεολόγιο

(λόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μισόλογα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δημοσιογραφίστικα

(καθομ: αποδοκιμασίας)

υπηρεσιακή ορολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομιλία των μωρών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los lingüistas estudian el lenguaje infantil para descubrir cómo adquirimos el lenguaje.

γλώσσα του σώματος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pude notar por su lenguaje corporal que estaba decepcionada.
Από τη γλώσσα του σώματός της καταλάβαινα ότι ήταν απογοητευμένη.

μεταφορικός λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las metáforas son ejemplos de lenguaje figurado.

πρόβλημα ομιλίας

nombre masculino plural

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tiene trastornos del habla (or: trastornos del lenguaje), lo que hace que sea difícil entenderlo.

βωμολοχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίσημη γλώσσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La diplomacia siempre se maneja en un lenguaje formal.

αισχρή γλώσσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El uso de lenguaje obsceno puede ofender a alguna gente.

δόκιμη, επίσημη γλώσσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C++ es un lenguaje de alto nivel.

καθομιλουμένη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se expresaba en un lenguaje sencillo y coloquial.

λογοτεχνική γλώσσα/ύφος

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las oraciones largas y complejas son características del lenguaje literario.

γλώσσα χαμηλού επιπέδου

(programación) (πληροφορική, προγραμματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El lenguaje ensamblador es un ejemplo típico de un lenguaje de bajo nivel.
Η Assembly είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γλώσσας χαμηλού επιπέδου.

δυαδική γλώσσα

nombre masculino (Η/Υ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El lenguaje de computadora se clasifica en varias categorías, según su complejidad y las posibilidades de desarrollo de aplicaciones.

φυσική γλώσσα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El lenguaje natural es el no programado o construido para estudios de lógica u otros tipos de investigación.

μη φραστική επικοινωνία, χειρονομίες και γλώσσα του σώματος

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A menudo puedes saber si alguien está mintiendo por su lenguaje corporal.

αισχρολογία, βωμολοχία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No debes usar lenguaje vulgar cuando hay niños presentes.

επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los Estados Unidos de América no tienen lenguaje oficial. Canadá tiene dos lenguajes oficiales, el inglés y el francés.
Ο Καναδάς έχει δυο επίσημες γλώσσες, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά.

ποιητικός λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βλάσφημη γλώσσα, αισχρολογία, χυδαιότητα

(anticuado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡No uses lenguaje malsonante delante de los niños!

νοηματική γλώσσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puede comunicarse perfectamente utilizando lengua de señas.
Μπορεί και επικοινωνεί τέλεια χρησιμοποιώντας τη νοηματική γλώσσα.

λογοθεραπεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προφορική γλώσσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No es una expresión frecuente en el lenguaje hablado.

συμβολική γλώσσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El lenguaje simbólico es apropiado para la poesía, aunque un uso exagerado de él empobrece la poesía.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι ποιητές συχνά χρησιμοποιούν συμβολική γλώσσα, για να περιγράψουν γεγονότα.

χυδαία γλώσσα

(formal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Echaron a la niña de la clase por usar lenguaje soez.

γλώσσα sms, γλώσσα των sms

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Η γλώσσα των sms χρησιμοποιεί πολλές συντομεύσεις για να εξοικονομήσει χώρο.

άσεμνο λεξιλόγιο

(αποδοκιμασίας)

Ese tipo de lenguaje vulgar no es apropiado frente a tu madre.

συνδεδεμένη ομιλία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γλαφυρότητα, παραστατικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No alcanza con las palabras para describir el sistema solar; es necesario usar lenguaje gráfico.

τεχνικό μπλα μπλα

(καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μελέτη/εκμάθηση γλώσσας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Normalmente, en EE. UU. hay que estudiar cuatro años de lengua y literatura para graduarse del bachillerato.

απλά λόγια, ξεκάθαρα λόγια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μωρουδιακά, μπεμπεκίστικα

(por el adulto) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nunca usamos lenguaje infantil para dirigirnos a nuestros hijos.

επίσημη γλώσσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El lenguaje oficial a menudo no es otra cosa que ambigüedades y dobles sentidos.

άσεμνο λεξιλόγιο, τολμηρό λεξιλόγιο

El lenguaje obsceno es una constante en todos sus shows, intercala montones de malas palabras en todos sus monólogos.

γλαφυρός λόγος, παραστατικός λόγος

locución nominal masculina

El autor describe la escena con un lenguaje tan vívido que sentí como si realmente estuviese allí.

γλώσσα προγραμματισμού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γλώσσα προγραμματισμού

(informática)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lenguaje στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του lenguaje

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.