Τι σημαίνει το listed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης listed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του listed στο Αγγλικά.

Η λέξη listed στο Αγγλικά σημαίνει λίστα, απαριθμώ, γράφω, εισάγω, πουλάω κάτι με τιμή..., λίστα εισηγμένων μετοχών, κατάλογος, τιμοκατάλογος, τιμή καταλόγου, κλίση, αρένα, διαχωριστικά, αρένα, καταλόγου, διατίθεμαι, γέρνω, κάνω λίστα με, επιθυμίες, λίστα τηλεφώνων, κατάλογος με ονόματα μαθητών τάξης, λίστα διακριθέντων φοιτητών, λίστα αριστούχων φοιτητών, αναπτυσσόμενη λίστα, λίστα για τα ψώνια, λίστα με τα ψώνια, λίστα καλεσμένων, λίστα υποψήφιων θυμάτων, λίστα στόχων, λίστα αριστούχων μαθητών, λίστα των κορυφαίων, λίστα απονομών βασιλικών τιμών, κατάλογος υποψηφίων ενόρκων, μακρύς κατάλογος, λίστα, τιμή καταλόγου, λίστα αποδεκτών αλληλογραφίας, φορτωτική, λίστα επιβατών, τιμοκατάλογος, λίστα υποχρεώσεων, λίστα καθηκόντων, λίστα εκκρεμοτήτων, λίστα κατάταξης, λίστα για τα ψώνια, λίστα των επικρατέστερων, συμπεριλαμβάνω κάποιον στους επικρατέστερους, κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων, τιμοκατάλογος, κατάλογος μετοχών, λίστα συνδρομητών, λίστα με όσα πρέπει να κάνω, αυτά που θέλω να κάνω, λίστα αναμονής, λίστα παρακολούθησης υπόπτων, λίστα παρακολούθησης, κατάλογος βιβλίων που είναι κατάλληλα για ανήλικους, κατάλογος κατάλληλων ατόμων, κατάλογος όσων έχουν άδεια ασφαλείας, κατάλογος εγκεκριμένων μερών, εγκρίνω, λίστα κρασιών, λίστα επιθυμιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης listed

λίστα

noun (written series of items)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a list of twenty things I need to buy.
Έχω μια λίστα με είκοσι πράγματα που πρέπει να αγοράσω.

απαριθμώ

transitive verb (enumerate: tasks, items, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The speaker listed his ideas.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έκανα μια λίστα με όλες τις δουλειές που έχω να κάνω μέχρι αύριο.

γράφω

transitive verb (enter on a list) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She listed milk and cheese on the paper.
Έγραψε (or: Προσέθεσε) το γάλα και το τυρί στο χαρτί.

εισάγω

transitive verb (record a stock on an exchange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The New York Stock Exchange listed the new company in March.
Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εισήγαγε τη νέα εταιρεία τον Μάρτιο.

πουλάω κάτι με τιμή...

(property: offer at a price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The real estate agent listed the house for $150,000.
Ο μεσίτης πωλούσε το σπίτι στην τιμή των $150.000.

λίστα εισηγμένων μετοχών

noun (finance: listed stocks) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The list was growing day by day as the economy boomed.
Η λίστα των εισηγμένων μετοχών αυξανόταν μέρα με τη μέρα καθώς η οικονομία άνθιζε.

κατάλογος, τιμοκατάλογος

noun (price list)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Can I see the price list?
Μπορώ να δω τον κατάλογο (or: τιμοκατάλογο);

τιμή καταλόγου

noun (undiscounted price) (τιμή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
List for this coffee maker is fifty dollars. This coffee maker is fifty dollars on the list.
Η τιμή καταλόγου αυτής της καφετιέρας είναι πενήντα δολάρια. Αυτή η καφετιέρα κοστίζει πενήντα δολάρια στον κατάλογο.

κλίση

noun (tilting or leaning to one side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The list on the pathway made walking difficult when it was icy. The list of the boat made walking on deck difficult.
Η κλίση του μονοπατιού έκανε δύσκολο το περπάτημα όταν είχε πάγο. Η κλίση του καραβιού έκανε δύσκολο το περπάτημα στο κατάστρωμα.

αρένα

noun (historical (tournament arena)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trumpets sounded as the jousters entered the lists.

διαχωριστικά

noun (historical (tournament arena barriers)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αρένα

noun (historical (any place of combat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bullfight took place in a lists.

καταλόγου

noun as adjective (undiscounted price)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
What is the list price on this coffee maker?
Ποια είναι η τιμή καταλόγου αυτής της καφετιέρας;

διατίθεμαι

intransitive verb (property: on offer) (ενοίκιο ή πώληση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The house lists for a hundred and ninety thousand dollars.
Το σπίτι διατίθεται προς 190.000 δολάρια.

γέρνω

intransitive verb (ship: tilt, lean to the side)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You could see the ship list to starboard after it hit the iceberg.
Μπορούσες να δεις το πλοίο να γέρνει (or: κλίνει) προς τα δεξιά αφού χτύπησε το παγόβουνο.

κάνω λίστα με

transitive verb (make a list)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
List the items that you want me to buy.
Κάνε μια λίστα με τα πράγματα που θέλεις να σου αγοράσω.

επιθυμίες

noun (slang (things you wish to do before dying)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Swimming with dolphins is on Susan's bucket list.
Το να κολυμπήσει με δελφίνια είναι ένα από τα πράγματα που θέλει να κάνει η Σούζαν πριν πεθάνει.

λίστα τηλεφώνων

noun (telemarketing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joanne asked the telemarketing company to take her off their calling list.

κατάλογος με ονόματα μαθητών τάξης

noun (school: register of names)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher read out the class list at the beginning of the lesson.

λίστα διακριθέντων φοιτητών

noun (US (roll call of academic distinction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Dean's Honor List recognizes students who have demonstrated academic excellence in a semester.

λίστα αριστούχων φοιτητών

(honor roll)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναπτυσσόμενη λίστα

noun (computing: options list)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You can select accessories from a convenient drop-down list on our web site.

λίστα για τα ψώνια, λίστα με τα ψώνια

noun (list of food items to be purchased)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I made a grocery list of all the food items I needed to buy at the supermarket.
Έφτιαξα μια λίστα με όλα το τρόφιμα που έπρεπε να αγοράσω από το σουπερμάρκετ.

λίστα καλεσμένων

noun (names of everyone invited)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sorry, you can't come in - your name isn't on the guest list.

λίστα υποψήφιων θυμάτων

noun (slang (people to be murdered)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λίστα στόχων

noun (figurative, slang (people, actions to eliminate)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λίστα αριστούχων μαθητών

noun (US (list of top students at school)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The honors list names students who have achieved outstanding academic success at the college.

λίστα των κορυφαίων

noun (US (list of top performers in field)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The golfer made the honors list after winning the US Open Golf Championship.

λίστα απονομών βασιλικών τιμών

noun (UK (annual list of persons given royal awards)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The actor received a knighthood in the Queen's birthday honours list.

κατάλογος υποψηφίων ενόρκων

noun (list of persons eligible for jury duty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My name came up again on the jury list so I'll have to do jury duty next month.

μακρύς κατάλογος

noun (figurative (lengthy, random list of items)

The criminal was arrested on a laundry list of charges.

λίστα

noun (written series of items)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Every year, my nephew gives me a list of toys that he would like for Christmas. Can you please give me the list of items I need to buy from the grocery store?
Κάθε χρόνο, ο ανιψιός μου μού δίνει μια λίστα με παιχνίδια που θα ήθελε για τα Χριστούγεννα. Μπορείς σε παρακαλώ να μου δώσεις μια λίστα με τα πράγματα που πρέπει να αγοράσω από το σούπερ μάρκετ;

τιμή καταλόγου

noun (undiscounted, advertised cost)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Very few customers pay the list price for a new car.

λίστα αποδεκτών αλληλογραφίας

noun (list of contacts to whom mail is sent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All of my email contacts are on my mailing list.

φορτωτική

noun (document listing items in a parcel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Joe checked the contents of the parcel against the packing list.

λίστα επιβατών

noun (register of all travellers on board)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to the airline, that guy isn't even on the passenger list.

τιμοκατάλογος

noun (itemized listing of product prices)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The price list shows how much the company charges for different services.

λίστα υποχρεώσεων, λίστα καθηκόντων

noun (to-do list, series of tasks to be done)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My punch list for the weekend includes washing my car and cleaning my bedroom.

λίστα εκκρεμοτήτων

noun (construction: tasks)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The punch list includes various minor repairs which need to be done.

λίστα κατάταξης

noun (of people, companies, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Every year, the magazine publishes a ranking list of the 50 richest people in the country.

λίστα για τα ψώνια

noun (items to be bought)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Denise always makes a shopping list before she goes to the supermarket.

λίστα των επικρατέστερων

noun (list: chosen finalists)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The book was on the shortlist for the Booker Prize last year.
Το βιβλίο ήταν ανάμεσα στα επικρατέστερα για το βραβείο Booker Prize πέρσυ.

συμπεριλαμβάνω κάποιον στους επικρατέστερους

transitive verb (often passive (choose as finalist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The author was surprised when her debut novel was shortlisted for a literature award.

κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων

noun (register of staff who are ill)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company currently has a long sick list because so many people have got the flu.

τιμοκατάλογος

noun (commerce: list of items and prices)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατάλογος μετοχών

noun (finance: list of stocks)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λίστα συνδρομητών

noun (magazine, website: list of recipients)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It may be because your name was accidentally erased from our subscription list.

λίστα με όσα πρέπει να κάνω

noun (written list of tasks to be done)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Harry is writing a to-do list of all the chores he needs to do around the house.

αυτά που θέλω να κάνω

noun (figurative (tasks to be done)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I haven't mown the lawn yet, but it's on my to-do list.

λίστα αναμονής

noun (register of people waiting for [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I've been on the waiting list for a new flat for 15 months.

λίστα παρακολούθησης υπόπτων

noun (people: possibly dangerous)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λίστα παρακολούθησης

noun (things to be monitored)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The trader keeps a watchlist of possible growth stocks.

κατάλογος βιβλίων που είναι κατάλληλα για ανήλικους

noun (list of novels etc. for young people)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατάλογος κατάλληλων ατόμων

noun (list of suitable people)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατάλογος όσων έχουν άδεια ασφαλείας

noun (people having security clearance)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατάλογος εγκεκριμένων μερών

noun (approved business places)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εγκρίνω

transitive verb (put [sb/sth] on a white list)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λίστα κρασιών

noun (menu of wines)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Jeremy asked the waiter for the wine list.

λίστα επιθυμιών

noun (list of desired items)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I can't afford to buy the book right now, so I've put it on my wishlist.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του listed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.