Τι σημαίνει το listen στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης listen στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του listen στο Αγγλικά.
Η λέξη listen στο Αγγλικά σημαίνει ακούω, ακούω, αφουγκράζομαι, ακούω, ακούω, άκου, ακρόαση, είμαι απλός ακροατής, ακούω, κρυφακούω, κρατάω τα αφτιά μου τεντωμένα, υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση, κρυφακούω, στήνω αυτί, ακούω προσεκτικά, ακούω προσεκτικά, κρυφακούω, ακούω τη φωνή της λογικής, άκου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης listen
ακούωintransitive verb (actively hear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Take a moment to be quiet and listen. What sounds can you hear? Μείνε για ένα λεπτό ήσυχος και άκου (or: αφουγκράσου). Τι ακούς; |
ακούω(actively hear) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please be quiet. I am listening to the radio. Σε παρακαλώ, κάνε ησυχία. Ακούω ραδιόφωνο. |
αφουγκράζομαι(try to hear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They listened for any sounds coming from the mine. Αφουγκράστηκαν για τυχόν ήχους από το ορυχείο. |
ακούω(consider) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I would like them to listen to my proposal. Θα ήθελα να ακούσουν την πρότασή μου. |
ακούω(pay attention) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please listen to me carefully. Σε παρακαλώ, άκουσέ με προσεκτικά. |
άκουinterjection (when making a point) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Listen, I'm in a hurry, could you please get to the point? |
ακρόασηnoun (informal (act of listening) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A careful listen to any piece of music will often reveal things you'd never noticed before. Η προσεκτική ακρόαση ενός μουσικού κομματιού συχνά αποκαλύπτει πράγματα που δεν είχες προσέξει ποτέ πριν. |
είμαι απλός ακροατήςphrasal verb, intransitive (on a discussion) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ακούωphrasal verb, intransitive (to radio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρυφακούωphrasal verb, intransitive (eavesdrop, listen secretly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We were looking for somewhere we could talk privately, without anyone listening in. Ψάχναμε ένα μέρος για να μπορέσουμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως, χωρίς να κρυφακούει κανείς. |
κρατάω τα αφτιά μου τεντωμέναphrasal verb, transitive, inseparable (try to hear) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόησηnoun (attentiveness) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) An effective therapist has an ability to listen. |
κρυφακούω, στήνω αυτίverbal expression (eavesdrop) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You'll hear what they say if you listen at the door. |
ακούω προσεκτικά(be attentive) If you listen closely you can distinguish many birds by their different songs. |
ακούω προσεκτικάverbal expression (be attentive) The children listened closely to their grandfather's story. |
κρυφακούωverbal expression (listen without talking) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούω τη φωνή της λογικήςverbal expression (be persuaded) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I tried to explain, but the man simply would not listen to reason. |
άκουinterjection (informal (pay attention, listen) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Listen up, class, I'm going to explain our next activity. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του listen στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του listen
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.