Τι σημαίνει το filed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης filed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του filed στο Αγγλικά.

Η λέξη filed στο Αγγλικά σημαίνει αρχειοθετημένος, λιμαρισμένος, φάκελος, ράσπα, λίμα, αρχείο, αρχειοθετώ, τροχίζω, υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ, φάκελος, αρχείο, λίμα, σειρά, γραμμή, περπατώ σε σειρά, λιμάρω, υποβάλλω, καταθέτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης filed

αρχειοθετημένος

adjective (categorized)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The filed documents are arranged in alphabetical order.

λιμαρισμένος

adjective (smoothed with a file)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sue looked at her filed fingernails.

φάκελος

noun (folder for keeping information)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have a file that I keep all my telephone bills in.
Έχω ένα αρχείο κι εκεί φυλάω όλους τους λογαριασμούς τηλεφώνου.

ράσπα, λίμα

noun (tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used a file to smooth the corner of the wood.
Χρησιμοποίησε τη ράσπα (or: λίμα) για να εξομαλύνει τη γωνία του ξύλου.

αρχείο

noun (computer file)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Can you send me the file as an attachment in an email?
Μπορείς να μου στείλεις το αρχείο συνημμένο σε ένα email;

αρχειοθετώ

transitive verb (classify) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I file all my telephone bills together.
Αρχειοθετώ όλους τους λογαριασμούς τηλεφώνου μαζί.

τροχίζω

transitive verb (smooth with a file)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He filed the wood.
Τρόχισε το ξύλο.

υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ

(register legally for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jeff's company failed and he was forced to file for bankruptcy.
Η εταιρεία του Τζεφ απέτυχε και αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση.

φάκελος

noun (information, dossier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The police pulled out the file on the fugitive to see if they could learn anything about him.

αρχείο

noun (set of papers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The reporter looked through the file of old newspapers.

λίμα

noun (nail file)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She used a file to smooth her fingernails.

σειρά, γραμμή

noun (line, array)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please walk in single file for safety.

περπατώ σε σειρά

intransitive verb (walk in line)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The students obediently filed into the classroom one by one.

λιμάρω

transitive verb (smooth with a nail file) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She filed her nails.

υποβάλλω, καταθέτω

transitive verb (law, complaint) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The worker filed a formal complaint against his company.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του filed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του filed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.