Τι σημαίνει το lucha στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lucha στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lucha στο ισπανικά.
Η λέξη lucha στο ισπανικά σημαίνει αγώνας, αγώνας, ανταγωνισμός, προσπάθεια, μάχη, πάλη, αγώνας, πάλη, μάχη, καυγάς, τσακωμός, διαμάχη, διαμάχη, συμπλοκή, ρουτίνα, παλεύω, ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, τσακώνομαι, παλεύω, πολεμώ, αντιμετωπίζω, αντιστέκομαι, παλεύω, πίσω στη δουλειά, εσωτερική διαμάχη, ταξική πάλη, αγώνας για την επιβίωση, αγώνας πάλης, διαμάχη, πάλη στη λάσπη, μάχη για την εξουσία, ξιφομαχία, ξιφομαχία, πόλεμος επικράτησης, πόλεμος κατά των ναρκωτικών, ρινγκ, αντίδραση πάλης ή φυγής, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, αποκρούω, απομακρύνω, πολεμική ιαχή, fight-or-flight, το να παλεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lucha
αγώναςnombre femenino (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Observamos a la mosca y su lucha por liberarse del papel atrapamoscas. Παρακολουθούσαμε τη μύγα και τον αγώνα της να ελευθερωθεί από τη μυγοπαγίδα. |
αγώνας, ανταγωνισμός(figurado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) No lograrán hacer nada hasta que detengan la lucha y empiecen a tirar los dos para el mismo lado. |
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durante su lucha, el equipo no se dio cuenta de la conmoción que había en las gradas. |
μάχη, πάληnombre femenino (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lucha de las mujeres por la igualdad aún continúa. Ο αγώνας των γυναικών για ίσα δικαιώματα συνεχίζεται. |
αγώναςnombre femenino (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La lucha por la aprobación de la ley de inmigración duró dos años. |
πάλη(deporte) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lucha es un deporte de combate. Η πάλη είναι ένα μαχητικό άθλημα. |
μάχη(militar) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Estalló una lucha a lo largo de la frontera. Μια μάχη ξέσπασε κατά μήκος των συνόρων. |
καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los chicos armaron una pelea a ver quién iba primero. |
διαμάχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los que viven en zonas propensas a inundación están acostumbrados al conflicto. |
διαμάχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συμπλοκή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pelea política en vísperas de las elecciones ha sido digna de ver. |
ρουτίναnombre femenino (figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él y su hermano estaban luchando en el lodo. Με τον αδελφό του πάλευαν πάνω στο λασπωμένο χώμα. |
ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστήςverbo intransitivo (deporte) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Luché en la secundaria, pero no en la universidad. Έκανα πάλη στο λύκειο αλλά όχι και στο κολέγιο. |
παλεύω, αγωνίζομαι(να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estoy luchando para hacer esto bien porque es importante para mí. Αγωνίζομαι πραγματικά για να το κάνω σωστά, καθώς είναι σημαντικό για μένα. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los dos lucharon a cuchillo durante diez minutos. Οι δυο τους πάλεψαν με μαχαίρια για δέκα λεπτά. |
παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las minorías han luchado por la igualdad de derechos. Οι μειονότητες έχουν παλέψει (or: αγωνιστεί) για ίσα δικαιώματα. |
παλεύωverbo intransitivo (lucha libre) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Luchó con sus oponentes con gran estilo. |
παλεύω, αγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lucharon para evitar que la escuela se cerrara. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las chicas se pelearon hasta que una profesora las separó. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El pez se revolvía en el fango intentado encontrar agua. |
πολεμώ(στρατιωτική μάχη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comenzaron a combatir al alba, y la batalla duró todo el día. Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα. |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Combatió a sus enemigos con gran estilo. |
αντιστέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El fugitivo no ofreció resistencia cuando lo atraparon. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark peleaba (or: luchaba) para intentar escapar de sus captores. |
πίσω στη δουλειάlocución adverbial (figurado, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estuvo bueno volver de nuevo a la lucha después de tres meses de licencia por enfermedad. |
εσωτερική διαμάχη
El partido republicano está inmerso en una lucha interna. |
ταξική πάληlocución nominal femenina Marx no ha muerto y la lucha de clases no ha terminado, ayer vi obreros de una fábrica protestando contra los privilegios de los ricos. |
αγώνας για την επιβίωσηnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cuando llegaron a estas tierras, no les fue fácil la lucha por la vida. |
αγώνας πάληςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Los espectadores estaban disfrutando la pelea libre. Οι θεατές απολάμβαναν τον αγώνα πάλης. |
διαμάχηlocución nominal femenina (figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Han comenzado hace años- y aún continúa- una lucha sin cuartel. |
πάλη στη λάσπη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μάχη για την εξουσίαnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξιφομαχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξιφομαχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πόλεμος επικράτησηςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πόλεμος κατά των ναρκωτικώνnombre femenino (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El gobierno da un paso más en su lucha contra la droga. |
ρινγκnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αντίδραση πάλης ή φυγήςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποκρούω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mujer de 26 años se defendió de sus atacantes con patadas y puñetazos. Η 26χρονη γυναίκα απέκρουσε γενναία τους επιτιθέμενους με αρκετές κλωτσιές και μπουνιές. |
πολεμική ιαχήlocución nominal masculina (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) "No impuestos nuevos" se convirtió en su grito de lucha antes de las elecciones. |
fight-or-flightlocución adjetiva (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
το να παλεύω(figurado) (μεταφορικά: π.χ. με ιδέα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Después de horas de lucha con el problema, siguen sin vislumbrar una solución. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lucha στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του lucha
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.