Τι σημαίνει το pelea στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pelea στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pelea στο ισπανικά.
Η λέξη pelea στο ισπανικά σημαίνει καβγάς, καυγάς, αγώνας, διαμάχη, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, καυγάς, τσακωμός, διαπληκτισμός, καυγάς, καβγάς, καυγάς, καβγάς, τσακωμός, αγώνας, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, καυγάς, καβγάς, τσακωμός, πάλη, συμπλοκή, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, καβγάς, καβγάς, τσακωμός, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, καβγάς, τσακωμός, τσακωμός, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, διαφωνία, καυγάς, καυγάς, καυγάς, τσακωμός, καβγάς, καυγάς, αγώνας, ανταγωνισμός, μπουνίδι, διαμάχη, διένεξη, καβγάς, τσακωμός, ταραχή, φασαρία, πόλεμος, αγωνίζομαι, πολεμώ, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, τσακώνομαι, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, αγωνίζομαι, τσακώνομαι, καβγαδίζω, συμπλέκομαι, παλεύω, έρχομαι σε συμπλοκή, τσακώνομαι, καβγαδίζω, παλεύω, διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, αντιστέκομαι, ξύλο, σκυλοκαβγάς, κόκορας κοκορομαχίας, ξιφομαχία, κοκκορομαχία, κοκορομαχία, διαφωνία για μικροπράγματα, επαγγελματικός αγώνας πυγμαχίας, αγώνας μποξ, διαμάχη, ερωτικό καβγαδάκι, φοβερός αγώνας, ξιφομαχία, άγριος τσακωμός, άγριος καβγάς, άγριος καυγάς, γκομενοκαυγάς, κοκορομαχία, μαξιλαροπόλεμος, γρονθοκόπημα, πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπ, τσακώνομαι, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, καβγαδάκι, καυγαδάκι, καβγάς στον δρόμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pelea
καβγάς, καυγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Se metió en una pelea y tiene un ojo morado. Έμπλεξε σε έναν καβγά (or: καυγά) και του μαύρισαν το μάτι. |
αγώνας(πυγμαχίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ali y Frazier se enfrentaron en la pelea del siglo en 1971. |
διαμάχηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La disputa por la tierra fue resuelta por el juez. Η διαμάχη σχετικά με τη γη επιλύθηκε από τον δικαστή. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sus padres tienen riñas todo el tiempo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι καβγάδες (or: τσακωμοί) μεταξύ αδερφιών είναι συχνό φαινόμενο. |
καβγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Simon y Matthew tuvieron una pelea y ahora no se hablan. Ο Σάιμον κι ο Μάθιου είχαν μια φιλονικία (or: διαμάχη) και τώρα δεν μιλιούνται. |
καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los chicos armaron una pelea a ver quién iba primero. |
καυγάς, τσακωμός, διαπληκτισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Llamaron a la policía para que frenara la pelea. Κάλεσαν την αστυνομία για να διαλύσει τον καβγά (or: τσακωμό) στο κλαμπ. |
καυγάς, καβγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καυγάς, καβγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las peleas constantes de mis padres me ponen mal. |
αγώνας(boxeo) (πυγμαχίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) De 200 peleas, el boxeador solo perdió diez. Στους διακόσιους αγώνες, ο μποξέρ έχασε μόνο δέκα φορές. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cuando tienes gemelos, la pelea nunca cesa. Όταν έχεις δίδυμα, οι καυγάδες δεν σταματούν ποτέ. |
καυγάς, καβγάς, τσακωμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πάληnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συμπλοκή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pelea política en vísperas de las elecciones ha sido digna de ver. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Después del juego, se armó una pelea en el bar. |
καβγάς(μεταξύ συμμοριών) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las dos pandillas tuvieron una pelea por el territorio. |
καβγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Neil se metió en una pelea después de la escuela. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καβγάς, τσακωμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dan se vio inmerso en la pelea que inició su hermano. |
τσακωμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Marie no se habla con Sarah, han tenido una disputa. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Miranda y Colin no se hablan; han tenido una seria pelea. |
διαφωνία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tuvieron una discusión sobre lo qué iban a hacer aquella noche. Είχαν μια λογομαχία με αφορμή το τι θα έκαναν εκείνο το βράδυ. |
καυγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καυγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καβγάς, καυγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Η σύγκρουση των δύο κομμάτων συνεχίστηκε στη σημερινή συζήτηση στη βουλή. |
αγώνας, ανταγωνισμός(figurado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) No lograrán hacer nada hasta que detengan la lucha y empiecen a tirar los dos para el mismo lado. |
μπουνίδι(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διαμάχη, διένεξη(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καβγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dejaron de ser amigos luego de su discusión por dinero. Σταμάτησαν να είναι φίλοι μετά τον καβγά (or: τσακωμό) τους για τα λεφτά. |
ταραχή, φασαρία(ως σύνολο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πόλεμος(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La guerra entre los dos vecinos duraba ya años. |
αγωνίζομαιverbo intransitivo (boxeo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Van a pelear por el campeonato de peso pesado. |
πολεμώ(στρατιωτική μάχη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comenzaron a combatir al alba, y la batalla duró todo el día. Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los dos lucharon a cuchillo durante diez minutos. Οι δυο τους πάλεψαν με μαχαίρια για δέκα λεπτά. |
παλεύω, αγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lucharon para evitar que la escuela se cerrara. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark peleaba (or: luchaba) para intentar escapar de sus captores. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los tres niños me vuelven loca, siempre están peleando. |
τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπverbo intransitivo (verbalmente) Cada vez que se pasa con la bebida se pelea con su mujer. |
μαλώνω, καβγαδίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las chicas se pelearon hasta que una profesora las separó. |
αγωνίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Una vez peleé por dos rounds con un antiguo campeón. |
τσακώνομαι, καβγαδίζω(καθομιλουμένη: θορυβώδης διαμάχη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los fans de cada equipo se pelearon luego del partido. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι διαδηλωτές συνεπλάκησαν με τους αστυνομικούς. |
συμπλέκομαι, παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños pelearon en el patio hasta que el profesor los detuvo. |
έρχομαι σε συμπλοκή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las tropas pelearon ese día contra las fuerzas rebeldes. |
τσακώνομαι, καβγαδίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La maestra encontró a Neil y a Tim peleando. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él y su hermano estaban luchando en el lodo. Με τον αδελφό του πάλευαν πάνω στο λασπωμένο χώμα. |
διαπληκτίζομαι(acaloradamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mis padres siempre discuten; me preocupa que se vayan a divorciar. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Linda podía escuchar a sus vecinos, discutiendo del otro lado de la pared. Η Λίντα άκουγε τους γείτονές της να τσακώνονται στην άλλη μεριά του τοίχου. |
αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Todd y Tina generalmente no compiten entre ellos, pero esta vez sí dieron guerra. |
αντιστέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El fugitivo no ofreció resistencia cuando lo atraparon. |
ξύλο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mark tuvo una pelea a puñetazos después del colegio. |
σκυλοκαβγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κόκορας κοκορομαχίας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξιφομαχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοκκορομαχία, κοκορομαχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαφωνία για μικροπράγματα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επαγγελματικός αγώνας πυγμαχίας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αγώνας μποξ
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ver una pelea de box en la televisión no es comparable a verla en vivo. |
διαμάχηlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tuvieron una dura pelea en la fiesta, creo que rompieron. |
ερωτικό καβγαδάκιlocución nominal femenina Lo mejor de las peleas de pareja son las reconciliaciones. |
φοβερός αγώνας(εμφατικός τύπος) |
ξιφομαχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άγριος τσακωμός, άγριος καβγάς, άγριος καυγάς
|
γκομενοκαυγάς(αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοκορομαχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μαξιλαροπόλεμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γρονθοκόπημα(επίσ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ΟΙ δύο φίλοι τσακώθηκαν και έπεσε ξύλο. |
πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jack se peleó con otro chico y ahora tiene el ojo morado. |
τσακώνομαι(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ayer tuve un pleito con mi hermano sobre a quién le tocaba llevarse prestado el auto. |
τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ
Está de mal humor porque discutió con su mujer. |
καβγαδάκι, καυγαδάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Unos amigos me invitaron a cenar anoche; fue una velada estupenda aunque tuvieron una pequeña pelea de pareja sobre quién iba a fregar los platos. |
καβγάς στον δρόμο
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pelea στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του pelea
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.