Τι σημαίνει το luchar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης luchar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του luchar στο ισπανικά.

Η λέξη luchar στο ισπανικά σημαίνει παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, πολεμώ, αντιμετωπίζω, παλεύω, παλεύω, ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής, τσακώνομαι, παλεύω, αντιστέκομαι, παλεύω, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παίρνω μέρος, υποστηρίζω, παλεύω με κτ/κπ, καταπολεμώ, παλεύω με κτ, πολεμώ για τη χώρα μου, πολεμώ για την πατρίδα μου, παλεύω να κάνω κτ, καταφέρω ένα πλήγμα σε κπ/κτ, αντέχω, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, παλεύω με κπ, διαγωνίζομαι για κτ, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, πολεμάω, μάχομαι, παλεύω για κτ, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, παλεύω, αγωνίζομαι, δυσκολεύομαι, πασχίζω, προσπαθώ, αποκρούω, απομακρύνω, αντιμετωπίζω, παλεύω με κπ, βγάζω, πολεμάω, παλεύω, πασχίζω, το παλεύω, παλεύω με κτ, κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά, παλεύω, κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια, κάνω σταυροφορία, πολεμάω, πολεμώ, πολεμάω, πολεμώ, κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης luchar

παλεύω, αγωνίζομαι

(να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estoy luchando para hacer esto bien porque es importante para mí.
Αγωνίζομαι πραγματικά για να το κάνω σωστά, καθώς είναι σημαντικό για μένα.

παλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los dos lucharon a cuchillo durante diez minutos.
Οι δυο τους πάλεψαν με μαχαίρια για δέκα λεπτά.

παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las minorías han luchado por la igualdad de derechos.
Οι μειονότητες έχουν παλέψει (or: αγωνιστεί) για ίσα δικαιώματα.

παλεύω

verbo intransitivo (lucha libre)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luchó con sus oponentes con gran estilo.

παλεύω, αγωνίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lucharon para evitar que la escuela se cerrara.

πολεμώ

(στρατιωτική μάχη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Comenzaron a combatir al alba, y la batalla duró todo el día.
Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα.

αντιμετωπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combatió a sus enemigos con gran estilo.

παλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mark peleaba (or: luchaba) para intentar escapar de sus captores.

παλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él y su hermano estaban luchando en el lodo.
Με τον αδελφό του πάλευαν πάνω στο λασπωμένο χώμα.

ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής

verbo intransitivo (deporte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Luché en la secundaria, pero no en la universidad.
Έκανα πάλη στο λύκειο αλλά όχι και στο κολέγιο.

τσακώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las chicas se pelearon hasta que una profesora las separó.

παλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El pez se revolvía en el fango intentado encontrar agua.

αντιστέκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El fugitivo no ofreció resistencia cuando lo atraparon.

παλεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tuvo que luchar contra el atacante con un palo.
Χρειάστηκε να απωθήσει τον επιτιθέμενο με ένα ξύλο.

παλεύω

(μτφ: με/ενάντια σε κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luchó contra el gobierno y ganó.
Αγωνίστηκε κατά της κυβέρνησης και νίκησε.

παλεύω, αγωνίζομαι

(για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tienes que luchar por tus derechos.

παλεύω, αγωνίζομαι

(ενάντια σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luchó contra las nuevas normas.

παλεύω, αγωνίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lewis peleará contra Holyfield esta noche.

παλεύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luchó siete años contra el cáncer antes de sucumbir.

παίρνω μέρος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Los soldados pelearon en la batalla.
Οι στρατιώτες πήραν μέρος σε μια μάχη.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoy imparte una conferencia alguien que defiende la idea de un modo de vida sostenible.
Σήμερα γίνεται μια διάλεξη από κάποιον που υποστηρίζει την ιδέα της βιώσιμης διαβίωσης.

παλεύω με κτ/κπ

Irene ha combatido su adicción al alcohol durante años.

καταπολεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los médicos se están dando cuenta de que los medicamentos no son suficientes para combatir la sinusitis con éxito.
Οι γιατροί συνειδητοποιούν ότι η φαρμακευτική αγωγή από μόνη της δεν φτάνει για να καταπολεμηθεί επιτυχώς η ιγμορίτιδα.

παλεύω με κτ

Durante cuatro años luchó contra el cáncer.

πολεμώ για τη χώρα μου, πολεμώ για την πατρίδα μου

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παλεύω να κάνω κτ

locución verbal (μτφ: προσπαθώ σκληρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταφέρω ένα πλήγμα σε κπ/κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά

(μεταφορικά: με γενική)

Luchó contra el cierre de la fábrica pero fue en vano.

παλεύω με κπ

La yudoca argentina peleará contra la colombiana para llegar a la final.

διαγωνίζομαι για κτ

Mañana, jóvenes atletas, competirán por un moño azul.

πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω

(figurado) (να πετύχω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando escribo lucho por alcanzar la perfección.

εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ

(prevenir o parar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Debemos seguir luchando contra la discriminación.

αντιστέκομαι σε κτ/κπ

locución verbal

πολεμάω, μάχομαι

(literal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi abuelo luchó por su país en la Segunda Guerra Mundial.

παλεύω για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los jugadores lucharon por la pelota.

αντιστέκομαι σε κπ/κτ

Debemos luchar contra el racismo.

παλεύω, αγωνίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δυσκολεύομαι, πασχίζω, προσπαθώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El estudiante luchaba con la lección de gramática.

αποκρούω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mujer de 26 años se defendió de sus atacantes con patadas y puñetazos.
Η 26χρονη γυναίκα απέκρουσε γενναία τους επιτιθέμενους με αρκετές κλωτσιές και μπουνιές.

αντιμετωπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Scott le resultó imposible luchar contra la ventisca.
Για τον Σκοτ ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα.

παλεύω με κπ

Horace luchó con su oponente en el cuadrilátero.
Ο Οράτιος πάλευε με τον αντίπαλό του στο ρινγκ. Οι αστυνομικοί πάλεψαν με τους διαδηλωτές για να τους κρατήσουν πίσω από το εμπόδιο.

βγάζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llevo horas lidiando con este artículo y no consigo entenderlo.

πολεμάω, παλεύω, πασχίζω

(figurado) (προσπαθώ για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los negros tuvieron que luchar por el derecho a votar.

το παλεύω

locución verbal (coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παλεύω με κτ

(figurado) (μεταφορικά)

Todavía está luchando con los verbos irregulares del francés.
Ακόμη παλεύει με τα ανώμαλα ρήματα της γαλλικής.

κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los abolicionistas hicieron campaña en contra del comercio de esclavos.
Οι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας διαδήλωναν κατά του εμπορίου σκλάβων.

παλεύω

(μεταφορικά: με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jack peleó con la botella de jugo, pero la tapa no quería salir.
Ο Τζακ πάλευε για αρκετά λεπτά με το μπουκάλι του χυμού αλλά το καπάκι δεν έλεγε να βγει.

κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια

locución verbal

Alison es una apasionada de los derechos animales y siempre lucha por esa causa.

κάνω σταυροφορία

(religión)

El duque ha estado luchando por la causa en el extranjero desde hace años.

πολεμάω, πολεμώ

(militar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucharon contra el enemigo durante dos semanas.
Πολεμούσαν τον εχθρό για δύο εβδομάδες.

πολεμάω, πολεμώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Está peleando contra el cáncer.
Αγωνίζεται κατά του καρκίνου.

κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre está haciendo campaña contra la injusticia, donde sea que la encuentre.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του luchar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.