Τι σημαίνει το ma στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ma στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ma στο Γαλλικά.

Η λέξη ma στο Γαλλικά σημαίνει μου, μικρανιψιός, μικρανηψιός, μικρανιψιά, μικρανηψιά, πίστη, αφοσίωση, φίλος, αδερφός, αδερφή, όντως, πράγματι, όσον αφορά εμένα, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω, κατά τη γνώμη μου, κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ, κοπελιά, μικρέ μου, μικρή μου, φυσικά, ραγίζει η καρδιά μου, καλά, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, αγαπημένε, αγαπημένη, δεν βάζω και στοίχημα, γλυκέ μου, γλυκιά μου, γλύκα, αγαπούλα, πουλάκι, αγάπη μου, αγαπούλα μου, κοπελιά, ενεχυροδανειστήριο, σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!, αρραβωνιαστικιά, αγάπη μου, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, γλύκα, ο γλυκός μου, η γλυκιά μου, μικρέ, φίλε, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, Θεέ μου!, αγαμημένε μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, πουλάκι μου, ηλικιωμένη γυναίκα η οποία λέγεται ότι έγραψε κάποιες παιδικές ιστορίες και τραγούδια τον 18ο αιώνα, γλυκέ μου, γλυκιά μου, μπέμπης, μπέμπα, αγάπη μου, για, καρδούλα μου, ψυχούλα μου, αγάπη, αγάπη μου, αγαπητή μου, προσωπικά, εις μνήμη κπ, αγαπημένε, αγαπημένη, αν θυμάμαι καλά, φιλενάδα, φιλενάδα, αγάπη μου, ο φίλος μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, αδελφή ψυχή, αδερφή ψυχή, γλυκέ μου, γλυκιά μου, αγαπητέ, αγαπητή, κυρά μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ma

μου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tu as vu mes clés ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το δικό μου αυτοκίνητο είναι το κόκκινο.

μικρανιψιός, μικρανηψιός

(fils de nièce ou neveu) (εγγονός αδερφού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικρανιψιά, μικρανηψιά

(fille de nièce ou neveu) (εγγονή αδερφού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πίστη, αφοσίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φίλος, αδερφός

(familier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dis, petit, tu peux venir m'aider pour ça ?
Ε, φιλαράκι, μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με αυτό;

αδερφή

(avec un prénom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Puis-je vous parler un instant, Sœur Marie Clarence ?

όντως, πράγματι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όσον αφορά εμένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon mari part au travail. Quant à moi, je vais rester à la maison m'occuper du bébé.
Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό.

ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De ma vie, je n'ai vu un chien aussi laid !
Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί!

όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis né à Manchester et j'y ai vécu toute ma vie.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour autant que je sache, la banque a accepté le prêt. // Pour autant que je sache, le patron est dans son bureau.
Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη γνώμη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοπελιά

(familier : à son amoureux, enfant) (για γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρέ μου, μικρή μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φυσικά

(καθομιλουμένη)

– Tu peux me prêter un stylo ? – Bien sûr !

ραγίζει η καρδιά μου

(familier, ironique) (μεταφορικά: με κάτι, για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- En ce moment, je dois payer une fortune en impôts sur le revenu, dit Théo. - Oh, mon pauvre !, répondit son frère.

καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eh bien, Nestor, quelle fête magnifique, n'est-ce pas ?

αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου

(soutenu)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Franchement, mon cher, je m'en fous !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. «Ειλικρινά, καρδιά μου, δεν δίνω δεκάρα!» είναι η περίφημη ατάκα του Ρετ Μπάτλερ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος».

αγαπημένε, αγαπημένη

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεν βάζω και στοίχημα

(un peu familier)

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γλύκα, αγαπούλα

(terme affectif) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oh ne t'inquiète pas mon lapin, tout ira bien !

πουλάκι

(familier) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγάπη μου, αγαπούλα μου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοπελιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενεχυροδανειστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!

nom féminin (όρκος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette voiture est en parfait état : je vous en donne ma parole.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σου δίνω το λόγο μου! Θα είμαι εκεί εγκαίρως. Αυτό το αυτοκίνητο είναι, πραγματικά, σε άριστη κατάσταση. Έχετε τον λόγο μου!

αρραβωνιαστικιά

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je suis tombé amoureux de celle qui allait devenir ma femme dès que je l'ai vue sourire.

αγάπη μου

(familier : homme, femme) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu viens, mon amour ?
Έρχεσαι αγάπη μου;

αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quand tu recevras cette lettre, ma chérie, je serai en France.

γλύκα

(familier : pour une femme) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο γλυκός μου, η γλυκιά μου

(familier)

Merci, mon chou.

μικρέ

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mon petit David, tu as l'air épuisé : ça va ?

φίλε

(familier) (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour ma part, je ne veux plus jamais manger un autre steak d'alligator frit.
Όσον με αφορά, δεν θέλω να φάω τηγανητή μπριζόλα αλιγάτορα ποτέ ξανά.

Θεέ μου!

interjection (soutenu, un peu vieilli)

Ma parole, ce bonbon est aigre ! // Ma parole, quelle belle femme !
Πω πω, αυτή η καραμέλα είναι πραγματικά ξινή! Πω πω, τι όμορφη γυναίκα!

αγαμημένε μου

adjectif (appellation affectueuse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu as passé une bonne journée au travail, mon chou ?
Είχες μια καλή μέρα στην δουλειά, γλυκέ μου;

πουλάκι μου

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι κάνει το πουλάκι μου; Κοιμήθηκε καλά;

ηλικιωμένη γυναίκα η οποία λέγεται ότι έγραψε κάποιες παιδικές ιστορίες και τραγούδια τον 18ο αιώνα

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Enfant, je pouvais me perdre des heures dans le monde imaginaire des Contes de Ma Mère L'Oie pendant que ma grand-mère me les lisait.

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(familier : à son amoureux)

μπέμπης, μπέμπα

interjection (παιδί)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αγάπη μου

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Viens me faire un câlin, mon chéri.

για

préposition (προτιμήσεις)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ce film était trop long pour moi (or: pour ma part).
Αυτή η ταινία παραήταν μεγάλη για μένα.

καρδούλα μου, ψυχούλα μου

(familier : à son amoureux, enfant) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Coucou, mon cœur, ça va ?
Γεια σου, αγάπη μου, πώς είσαι σήμερα;

αγάπη, αγάπη μου

(familier : à son amoureux, enfant)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu peux me passer la télécommande, mon cœur ?
Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ;

αγαπητή μου

interjection (assez soutenu) (παλαιό: κάπως τυπικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vous avez assez chaud, ma chère.
Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου;

προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pour ma part, j'aime la musique classique, même si ce n'est le cas d'aucun de mes amis.

εις μνήμη κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce banc à été fabriqué à la mémoire du grand-père de Harry.

αγαπημένε, αγαπημένη

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma très chère Kay, tu sais que je t'aime.

αν θυμάμαι καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φιλενάδα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Laisse-moi te serrer dans mes bras, ma sœur.

φιλενάδα

nom féminin (familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
T'as bien pigé, ma vieille.

αγάπη μου

(familier, affectueux) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ο φίλος μου

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon amie, je ne sais comment te remercier.

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Viens t'asseoir à côté de moi, mon trésor.

αδελφή ψυχή, αδερφή ψυχή

(familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Christine croyait que Richard était le bon (or: l'homme de sa vie), mais il a fini par la larguer.
Η Κριστίν πίστευε ότι ο Ρίτσαρντ ήταν η αδελφή ψυχή της. Στο τέλος, όμως, αυτός την παράτησε.

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγαπητέ, αγαπητή

(familier)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

κυρά μου

nom féminin (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Écoutez ma petite dame, j'étais ici le premier, alors attendez votre tour !

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ma στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.