Τι σημαίνει το lui στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lui στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lui στο Γαλλικά.

Η λέξη lui στο Γαλλικά σημαίνει του, αυτόν, του, της, του, της, του, της, του, αυτός, λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω, λάμπω, αστράφτω, λάμπω, λαμποκοπώ, λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω, λαμπυρίζω, σπινθηροβολώ, σπίτι, τον εαυτό του, σπίτι, ξερόλας, εξυπνάκιας, ο ίδιος, ο εαυτός μου, συνοδεύω, ίδιος, καθαυτού, καθαυτό, εσωστρεφής, αυτοαποκαλούμενος, μόνος μου, από μόνος μου, κατά βούληση, από αξιόπιστη πηγή, λέω κτ φεύγοντας, παρατηρητικότητα, είναι τυπική συμπεριφορά κπ, κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του, μιλάω από μόνος μου, αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη, μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, από μόνος μου, πρόσκοπος, δικός του, του χαρακτήρα μου, από δεύτερο χέρι, φιλοτιμώ, προσωπικά, αυτός καθεαυτός, άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ, ο δικός του, δικοί του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lui

του

pronom (objet indirect)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Elle lui a offert un joli cadeau d'anniversaire.
Του έδωσε ένα υπέροχο δώρο γενεθλίων.

αυτόν

pronom (dans questions)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Lui ? C'est lui dont tu parlais ?

του, της, του

pronom (objet indirect)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je lui ai donné un coup de pouce.
Του έδωσα μια σπρωξιά.

της

pronom (objet indirect)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tu devrais lui offrir quelque chose de joli pour Noël.
Χάρισέ της κάτι ωραίο για τα Χριστούγεννα.

του, της, του

(après une préposition)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ce sac de couchage te sera vraiment indispensable, ne pars pas sans lui !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έβαλε το βιβλίο πάνω σε αυτό.

αυτός

(άντρας)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Il est riche.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτός είναι ένας καλός μου φίλος.

λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Regarde comme son collier brille dans la lumière.

λάμπω, αστράφτω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le lac brillait au clair de lune.
Η λίμνη έλαμπε στο φεγγαρόφωτο.

λάμπω, λαμποκοπώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα αστέρια έλαμπαν φωτεινά στον νυχτερινό ουρανό.

λαμπυρίζω, σπινθηροβολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les paillettes sur la robe de Linda brillaient alors qu'elle dansait.

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τον εαυτό του

(réfléchi : avec "on") (αυτοπαθές)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ο τύπος δεν μπορεί να αυτολογοκριθεί.

σπίτι

(νοικοκυριό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sa maison est toujours pleine de bruit et de bonne humeur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο.

ξερόλας, εξυπνάκιας

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ο ίδιος

pronom

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon ado a lavé ses vêtements lui-même !
Ο έφηβος γιος μου έπλυνε μόνος του τα ρούχα του!

ο εαυτός μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hier, il était très énervé, mais aujourd'hui, il est redevenu lui-même.
Ήταν πραγματικά θυμωμένος χτες, αλλά σήμερα είναι ο εαυτός του πάλι.

συνοδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais accompagner ma mère au magasin.
Θα πάω τη μητέρα μου στο μαγαζί.

ίδιος

(emphatique : avec "on")

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

καθαυτού, καθαυτό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce n'est pas le meilleur travail en soi, mais il inclut beaucoup d'avantages.

εσωστρεφής

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοαποκαλούμενος

locution adjectivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μόνος μου, από μόνος μου

adjectif (animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ourson était livré à lui-même après le meurtre de sa mère.

κατά βούληση

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle agit comme bon lui semble

από αξιόπιστη πηγή

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bien sûr que c'est vrai : je l'ai appris de l'intéressé lui-même.

λέω κτ φεύγοντας

(littéraire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και ως χαριστική βολή αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο.

παρατηρητικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είναι τυπική συμπεριφορά κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est tout Alice d'oublier ses clés dans sa chambre d'hôtel et de rester enfermée dehors.

κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω από μόνος μου

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cause de l'accident est éloquente : quelqu'un s'est montré imprudent.

αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jennifer a essayé de parler lors de la convention, mais les délégués l'ont fait taire en criant plus fort qu'elle.
Η Τζένιφερ προσπάθησε να μιλήσει στο συνέδριο αλλά οι αντιπρόσωποι φώναζαν και δεν την άφησαν να ακουστεί.

συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On l'a fait revenir à elle avec des sels.
Την συνέφεραν με αρωματικά άλατα.

από μόνος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόσκοπος

locution adjectivale (μτφ, ειρωνικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'était le genre bien propre sur lui.

δικός του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Et ce chapeau, c'est le tien ou le sien ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο φορτιστής μέσα στο συρτάρι είναι δικός του.

του χαρακτήρα μου

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette façon de faire, c'est tout à fait lui (or: c'est lui tout craché) !

από δεύτερο χέρι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle n'était pas là : elle l'a entendu par quelqu'un d'autre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν ήταν εκεί. Το έμαθε από δεύτερο χέρι.

φιλοτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le prêcheur poussa ses fidèles à l'action en leur faisant honte.

προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pour ma part, j'aime la musique classique, même si ce n'est le cas d'aucun de mes amis.

αυτός καθεαυτός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le plan en lui-même n'est pas mauvais, mais il pourrait entraîner des conséquences imprévues.

άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma mère m'a interdit de sortir avec des garçons dans son genre. Tu vas t'attirer des ennuis si tu traînes avec des gens dans son genre.

ο δικός του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ça, c'est mon oreiller. Le sien est sous le lit.
Αυτό είναι το δικό μου μαξιλάρι, το δικό του είναι κάτω από το κρεβάτι.

δικοί του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce sont tes chaussettes ou les siennes ?
Αυτές είναι οι κάλτσες σου ή οι κάλτσες του;

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lui στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του lui

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.