Τι σημαίνει το lourd στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lourd στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lourd στο Γαλλικά.

Η λέξη lourd στο Γαλλικά σημαίνει βαρύς, βαρύς, βαρύς, μεγάλος, βαρύς, δύσπεπτος, ανιαρός, βαρετός, βαρύς, βαρύς, άχαρος, υγρός, πνιγηρός, αργός και βαρύς, πολύπλοκος, δύσκολος, αδέξιος, άγαρμπος, καταπιεστικός, κόμπος, εύσωμος, βαρύς, δυσκίνητος, αργοκίνητος, βαρύς, δυσκίνητος, βαρύς, σοβαρός, αποπνικτικός, πνιγηρός, επίπονος, υγρός, πληγωμένος, πονεμένος, βαρετός, μονότονος, κουραστικός, βαρύς, φορτηγό, αποπληρωμή, εξόφληση, βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέρος, βαρύτερος από τον αέρα, αργοκίνητα, αργά, βαρέων βαρών, βαριά καρδιά, βαρύ φαγητό, βαρύ μέταλλο, βαρύς εξοπλισμός, μεγάλος παίκτης, βαρύ φορτίο, που κοιμάται βαριά, βαρύ βήμα, στην κατηγορία ελαφριών βαρέων βαρών, που έχει βαρύ βήμα, που κάνει φασαρία περπατώντας, έχω συνέπειες, έχω επιπτώσεις, χτυπάω τα πόδια μου, περπατώ βαριά, περπατώ αδέξια, επιμένω, ελαφρύτερος, νταλίκα, αργό περπάτημα, βαρύ φορτίο, μεγάλο κεφάλι, της κατηγορίας ελαφριών βαρέων βαρών, χωρητικότητα εκτοπίσματος, βαρέων βαρών, περπατάω με θόρυβο, γεμάτος νόημα, με βαριά καρδιά, βαρύ βήμα, περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά, περπατάω βαριά, υπερέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lourd

βαρύς

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
N'essaie pas de soulever le carton. Il est lourd.
Μην προσπαθήσεις να μετακινήσεις το κουτί. Είναι βαρύ.

βαρύς

adjectif (αρκετά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette armoire est certainement un meuble lourd !

βαρύς

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pour détruire l'ennemi, l'armée eut recours à l'artillerie lourde.

μεγάλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les lourdes demandes de son père furent la cause de son départ.

βαρύς

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La viande dense était un repas lourd qui pesait sur l'estomac.

δύσπεπτος

adjectif (nourriture)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tout le monde se sentit lourd à l'aise après le repas indigeste.

ανιαρός, βαρετός

adjectif (figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne supporte pas les cours indigestes de M. Smith ; il dit toujours la même chose.

βαρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ouvrier a monté la lourde caisse dans le camion.
Ο εργάτης σήκωσε το βαρύ κουτί και το έβαλε στο φορτηγό.

βαρύς, άχαρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υγρός, πνιγηρός

(temps) (καιρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Personne ne veut quitter la maison par ce temps chaud et lourd.

αργός και βαρύς

adjectif (pas) (βήματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύπλοκος, δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Obtenir un permis de construire est parfois processus long.
Το να πάρεις οικοδομική άδεια είναι πολύπλοκη διαδικασία μερικές φορές.

αδέξιος, άγαρμπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καταπιεστικός

(figuré : ambiance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κόμπος

(cœur) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai appris la nouvelle avec le cœur lourd.
Άκουσα τα νέα με ένα κόμπο στην καρδιά. Με έναν κόμπο στο στομάχι, είδε ότι το αφεντικό της ήταν κιόλας στο γραφείο του.

εύσωμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρύς

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le sac à dos de Jim était lourd alors qu'il le montait péniblement au sommet de la montagne.

δυσκίνητος, αργοκίνητος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρύς

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ses jambes étaient lourdes après la montée dans le clocher.

δυσκίνητος, βαρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel a traversé la pièce en traînant l'encombrante valise.
Η Ρέιτσελ έσυρε τη βαριά βαλίτσα στην άλλη πλευρά του δωματίου.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζος είχε άσχημη γρίπη και έπρεπε να πάει σπίτι.

αποπνικτικός, πνιγηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'air étouffant du Sud en été peut être difficile à supporter.
Είναι κουραστική η αποπνικτική ατμόσφαιρα στον Νότο το καλοκαίρι.

επίπονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υγρός

adjectif (temps)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πληγωμένος, πονεμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Τίποτα δε μπορούσε να ηρεμήσει την πονεμένη καρδιά της Τζέιν μετά τον θάνατο του αγαπημένου της σκύλου.

βαρετός, μονότονος, κουραστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρύς

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le gouvernement prend des mesures pour gérer le problème pesant du chômage des jeunes.

φορτηγό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποπληρωμή, εξόφληση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu as eu ton dû, maintenant laisse-moi tranquille.

βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέρος

(objet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαρύτερος από τον αέρα

locution adjectivale (avion)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αργοκίνητα, αργά

(se déplacer)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βαρέων βαρών

nom masculin (Sports : personne) (αθλητής)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

βαριά καρδιά

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαρύ φαγητό

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαρύ μέταλλο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les métaux lourds, comme le plomb et le mercure, sont toxiques et, par conséquent, sont un problème écologique fréquent.

βαρύς εξοπλισμός

nom masculin

μεγάλος παίκτης

nom masculin (μτφ: ισχυρός)

βαρύ φορτίο

που κοιμάται βαριά

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai toujours eu le sommeil lourd, je ne me réveille presque jamais pendant la nuit.

βαρύ βήμα

nom masculin (μεταφορικά)

Il a le pas lourd, on l'entend arriver de loin.

στην κατηγορία ελαφριών βαρέων βαρών

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει βαρύ βήμα, που κάνει φασαρία περπατώντας

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mon voisin du dessus marche d'un pas lourd ; le bruit me rend fou.

έχω συνέπειες, έχω επιπτώσεις

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le stress a vraiment laissé des traces sur la santé de David ces derniers temps.

χτυπάω τα πόδια μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ne marche pas d'un pas lourd dans l'escalier, ta sœur dort.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μη χτυπάς τα πόδια σου στις σκάλες, η αδελφή σου κοιμάται.

περπατώ βαριά

verbe intransitif

περπατώ αδέξια

verbe intransitif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ελαφρύτερος

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νταλίκα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comment faire pour interdire les gros poids lourds les week-ends ?

αργό περπάτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαρύ φορτίο

nom masculin (μεταφορικά)

μεγάλο κεφάλι

nom masculin (figuré : personne importante) (μεταφορικά: άτομο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

της κατηγορίας ελαφριών βαρέων βαρών

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρητικότητα εκτοπίσματος

nom masculin (capacité d'un navire) (ζαργκόν: ναυτιλία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βαρέων βαρών

adjectif invariable (Sports) (αθλητής)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le champion poids lourd sera au festival.

περπατάω με θόρυβο

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le jeune homme marchait d'un pas lourd dans la rue.
Ο νεαρός άντρας περπατούσε με βαριά βήματα στον δρόμο.

γεμάτος νόημα

locution adjectivale (figuré)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Il y a eu une pause lourde de sens après qu'il eut annoncé qu'il s'en allait.
Έκανε μια γεμάτη νόημα παύση αφού είπε ότι θα μετακόμιζε.

με βαριά καρδιά

locution adverbiale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαρύ βήμα

nom masculin

Amanda a entendu le pas lourd de Tim s'approcher sur le sentier.

περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las, Rudy marcha d'un pas lourd jusqu'à sa chambre à l'étage.

περπατάω βαριά

locution verbale

L'homme marchait dans la rue d'un pas lourd.

υπερέχω

locution verbale (σε βάρος: με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le champion en titre est plus lourd que son adversaire de treize kilos (or: pèse treize kilos de plus que son adversaire).

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lourd στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του lourd

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.