Τι σημαίνει το maker στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης maker στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maker στο Αγγλικά.
Η λέξη maker στο Αγγλικά σημαίνει κατασκευαστής, κατασκευάστρια, μηχανή, Δημιουργός, Πλάστης, Ποιητής, εκτελεστής, εκτελέστρια, καλαθοποιός, αρτοπαρασκευαστής, επιπλοποιός, σοκολατοποιός, κατασκευαστής ρολογιών, κατασκευάστρια ρολογιών, μηχανή του καφέ, συνυπογράφων, ιθύνων, υπεύθυνος, καφετιέρα, μηχανή εσπρέσο, σκηνοθέτης, παραγωγός, σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια, παραγωγός, καλλιτεχνικός παραγωγός, καλλιτεχνική παραγωγός, επιπλοποιός, παραθεριστής, τουρίστας, μηχανή παγωτού, παγομηχανή, χαρτογράφος, σκανταλιάρης, κατεργάρης, παρασκευαστής πίτσας, παρασκευάστρια πίτσας, αυτός που χαράσει πολιτική, κατασκευαστής σελών, λουκανικοποιητής, που δημιουργεί μόδα, ταραχοποιός, ταραξίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης maker
κατασκευαστής, κατασκευάστριαnoun (person who makes, creates [sth]) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) The maker of the car had gone out of business a few years ago. |
μηχανήnoun (as suffix (appliance for making [sth]) (που φτιάχνει κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The engineer tried to design a better ice-cream maker. |
Δημιουργός, Πλάστης, Ποιητήςnoun (figurative (creator, God) Richard went to meet his maker after being in the hospital for a month. |
εκτελεστής, εκτελέστριαnoun (executor) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) The family attorney was assigned as the maker of the will. |
καλαθοποιόςnoun ([sb] who makes baskets by hand) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αρτοπαρασκευαστήςnoun (appliance that bakes bread) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I don't waste time kneading and rising and baking my bread; I just use my bread maker! |
επιπλοποιόςnoun ([sb] who crafts wooden furniture) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
σοκολατοποιόςnoun (produces chocolate) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) I know this wonderfully talented chocolate maker who has a shop on Main Street. |
κατασκευαστής ρολογιών, κατασκευάστρια ρολογιώνnoun ([sb] who makes timepieces) Pinocchio's father was a clock maker. |
μηχανή του καφέnoun (machine that brews coffee) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This coffee maker can make both espresso coffee and cappuccino coffee. |
συνυπογράφωνnoun (finance: joint signer of a check) (επιταγή) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
ιθύνων, υπεύθυνοςnoun (manager) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καφετιέραnoun (appliance: percolator) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I must buy some more filters for my drip coffee maker. Πρέπει ν' αγοράσω μερικά φίλτρα για την καφετιέρα μου. |
μηχανή εσπρέσοnoun (coffee machine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) We bought an espresso maker that also froths milk for cappuccino; now, we can always enjoy Italian-style coffee at home. |
σκηνοθέτηςnoun (movie director) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Steven Spielberg is a very successful film maker. |
παραγωγόςnoun (movie producer) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) In addition to being an acclaimed actor, Clint Eastwood is also an influential filmmaker. |
σκηνοθέτης, σκηνοθέτριαnoun (cinema: director) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Before becoming a filmmaker, Shane studied cinematography in college. |
παραγωγόςnoun (cinema: producer) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Linda is a Hollywood filmmaker. |
καλλιτεχνικός παραγωγός, καλλιτεχνική παραγωγόςnoun (cinema: auteur) The filmmaker will be present at the screening. |
επιπλοποιόςnoun (person: makes furniture) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παραθεριστής, τουρίσταςnoun (UK (tourist, person on vacation) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The beach was crowded with holidaymakers. |
μηχανή παγωτούnoun (appliance: makes ice cream) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I am thinking of buying an ice cream maker this summer, so we can make our own. |
παγομηχανήnoun (machine that makes ice cubes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The refrigerator with an ice maker only costs a few dollars more. |
χαρτογράφοςnoun (cartographer) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
σκανταλιάρης, κατεργάρηςnoun ([sb] who makes trouble) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παρασκευαστής πίτσας, παρασκευάστρια πίτσαςnoun (chef who makes pizzas) (κατά λέξη) |
αυτός που χαράσει πολιτικήnoun (person: sets policy) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Policymakers in Washington have finally reached an agreement after weeks of debate and discussion. |
κατασκευαστής σελώνnoun ([sb] who makes seats for horseriding) (σέλες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Most horseriders know the importance of a good saddle maker. |
λουκανικοποιητήςnoun (machine: turns meat into sausages) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που δημιουργεί μόδαnoun ([sb]: sets a trend) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταραχοποιός, ταραξίαςnoun ([sb]: creates trouble) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Although Tommy is a bit of a troublemaker, he is quite smart. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maker στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του maker
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.