Τι σημαίνει το makeup στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης makeup στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του makeup στο Αγγλικά.

Η λέξη makeup στο Αγγλικά σημαίνει καλλυντικά, σύνθεση, σύσταση, σκαρφίζομαι, συναρμολογώ, αποτελώ, τα βρίσκω, τα ξαναβρίσκω, τα βρίσκω με κπ, βάφομαι, μακιγιέρ, μακιγιέζ, ντεμακιγιάζ, βάφομαι, μακιγιάρομαι, θεατρικό μακιγιάζ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης makeup

καλλυντικά

noun (cosmetics) (προϊόντα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She carries every kind of makeup in her handbag.
Κουβαλά κάθε είδους καλλυντικά στην τσάντα της.

σύνθεση, σύσταση

noun (constitution, composition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The makeup of the committee should reflect its membership.
Η σύνθεση της επιτροπής πρέπει να αντικατοπτρίζει τα μέλη της.

σκαρφίζομαι

phrasal verb, transitive, separable (informal (invent, imagine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should be a writer, you make up such interesting stories.
Θα πρεπε να είσαι συγγραφέας, σκαρφίζεσαι τόσο ενδιαφέρουσες ιστορίες.

συναρμολογώ

phrasal verb, transitive, separable (assemble, put together) (συνήθως με εργαλεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Red Cross made up emergency kits for the earthquake victims.
Ο Ερυθρός Σταυρός έφτιαξε κουτιά έκτακτης ανάγκης για τα θύματα του σεισμού.

αποτελώ

phrasal verb, transitive, separable (comprise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cast was made up of amateurs.
Το καστ αποτελούταν από ερασιτέχνες.

τα βρίσκω, τα ξαναβρίσκω

phrasal verb, intransitive (informal (be reconciled) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We had an argument, but later we kissed and made up.
Είχαμε μια διαφωνία, λίγο μετά όμως φιληθήκαμε και τα ξαναβρήκαμε.

τα βρίσκω με κπ

(informal (be reconciled) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I haven't made up with Alex yet after yesterday's fight.
Δεν τα βρήκα ακόμη με τον Άλεξ μετά τον χτεσινό καβγά.

βάφομαι

(put on cosmetics) (μτφ: με καλλυντικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't have the time to apply makeup, so it's lucky I have nice skin!

μακιγιέρ, μακιγιέζ

noun (cosmetics applier)

The makeup artist completely changed her looks for the show.

ντεμακιγιάζ

noun (for removing cosmetics)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I use a makeup remover every night before going to bed. I take off mascara and lipstick with makeup remover.

βάφομαι, μακιγιάρομαι

verbal expression (apply cosmetics)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
While driving is not a good time to put on makeup.

θεατρικό μακιγιάζ

noun (cosmetics worn by stage performer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Unlike normal makeup, theatrical makeup exaggerates the contours of the face.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του makeup στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του makeup

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.