Τι σημαίνει το make out στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης make out στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του make out στο Αγγλικά.

Η λέξη make out στο Αγγλικά σημαίνει διακρίνω, ξεχωρίζω, το παίζω, κάνω κπ/κτ να φαίνεται ως κτ, εκδίδω, φασώνομαι, φασώνομαι, τα πηγαίνω, τα πάω, κάνω την τρίχα τριχιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης make out

διακρίνω, ξεχωρίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (with object: see, perceive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't make out the sign from this far away.
Δεν μπορώ να διακρίνω την ταμπέλα από τόσο μακριά.

το παίζω

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal (with clause: pretend) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Liam tried to make out that he was sick, but it was clear he was not.
Ο Λίαμ προσπάθησε να κάνει ότι είναι άρρωστος, αλλά ήταν προφανές ότι δεν ήταν.

κάνω κπ/κτ να φαίνεται ως κτ

verbal expression (represent as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The press are making him out to be the greatest singer since Elvis, but he's not that good.
Ο τύπος τον παρουσιάζει ως τον καλύτερο τραγουδιστή απ' την εποχή του Έλβις, αλλά δεν είναι και τόσο καλός.

εκδίδω

phrasal verb, transitive, separable (cheque: address to) (επιταγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please make your cheque out to "James Stephenson".
Παρακαλώ κόψτε την επιταγή στο όνομα «Τζέιμς Στίβενσον».

φασώνομαι

phrasal verb, intransitive (US, slang (kiss, touch sexually) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
I saw Carly and Kevin making out behind the library.
Είδα την Κάρλι και τον Κέβιν να μπαλαμουτιάζονται πίσω απ' τη βιβλιοθήκη.

φασώνομαι

(US, slang (kiss, touch sexually) (αργκό: με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Last night at the party I made out with a girl.
Χτες το βράδυ στο πάρτι φασώθηκα μ' ένα κορίτσι.

τα πηγαίνω, τα πάω

phrasal verb, intransitive (US, informal (+ adv: fare: well, etc.) (απόδοση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I made out very well from the sale of my house!
Τα πήγα πολύ καλά με την πώληση του σπιτιού μου!

κάνω την τρίχα τριχιά

verbal expression (figurative (exaggerate a trivial problem) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του make out στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του make out

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.