Τι σημαίνει το make up στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης make up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του make up στο Αγγλικά.
Η λέξη make up στο Αγγλικά σημαίνει σκαρφίζομαι, συναρμολογώ, αποτελώ, τα βρίσκω, τα ξαναβρίσκω, τα βρίσκω με κπ, καλλυντικά, σύνθεση, σύσταση, επανορθώνω για κτ, αντισταθμίζω, καλοπιάνω, τα ξαναβρίσκω, επανορθώνω για κτ, αναπληρώνω το χαμένο χρόνο, αποφασίζω, μακιγιέρ, μακιγιέζ, νεσεσέρ, ξεβάφομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης make up
σκαρφίζομαιphrasal verb, transitive, separable (informal (invent, imagine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You should be a writer, you make up such interesting stories. Θα πρεπε να είσαι συγγραφέας, σκαρφίζεσαι τόσο ενδιαφέρουσες ιστορίες. |
συναρμολογώphrasal verb, transitive, separable (assemble, put together) (συνήθως με εργαλεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Red Cross made up emergency kits for the earthquake victims. Ο Ερυθρός Σταυρός έφτιαξε κουτιά έκτακτης ανάγκης για τα θύματα του σεισμού. |
αποτελώphrasal verb, transitive, separable (comprise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cast was made up of amateurs. Το καστ αποτελούταν από ερασιτέχνες. |
τα βρίσκω, τα ξαναβρίσκωphrasal verb, intransitive (informal (be reconciled) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We had an argument, but later we kissed and made up. Είχαμε μια διαφωνία, λίγο μετά όμως φιληθήκαμε και τα ξαναβρήκαμε. |
τα βρίσκω με κπ(informal (be reconciled) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I haven't made up with Alex yet after yesterday's fight. Δεν τα βρήκα ακόμη με τον Άλεξ μετά τον χτεσινό καβγά. |
καλλυντικάnoun (cosmetics) (προϊόντα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) She carries every kind of makeup in her handbag. Κουβαλά κάθε είδους καλλυντικά στην τσάντα της. |
σύνθεση, σύστασηnoun (constitution, composition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The makeup of the committee should reflect its membership. Η σύνθεση της επιτροπής πρέπει να αντικατοπτρίζει τα μέλη της. |
επανορθώνω για κτphrasal verb, transitive, inseparable (compensate) She made up for being rude to me yesterday by inviting me out for coffee. Για να επανορθώσει για τη χθεσινή αγενή συμπεριφορά της μου πρότεινε να πάμε για καφέ. |
αντισταθμίζωphrasal verb, transitive, inseparable (counter, outweigh) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He'll never be able to make up for his lack of natural ability. Δεν θα μπορέσει ποτέ να αντισταθμίσει την έλλειψη έμφυτου ταλέντου. |
καλοπιάνωphrasal verb, transitive, inseparable (US, informal (fawn) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That guy makes me sick; he's always making up to the boss. |
τα ξαναβρίσκωverbal expression (informal, figurative (be reconciled) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The pair kissed and made up after a nine-year feud. |
επανορθώνω για κτverbal expression (informal (make amends) George wanted to make it up to Andrea for being so bad-tempered towards her earlier. Ο Τζορτζ ήθελε να επανορθώσει που φέρθηκε τόσο απότομα στην Άντρεα προηγουμένως. |
αναπληρώνω το χαμένο χρόνοverbal expression (compensate for past inaction) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her father made up for lost time by buying her lots of presents. |
αποφασίζωverbal expression (informal (decide) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Are you coming with me or not? Make up your mind! Θα έρθεις μαζί μου ή όχι; Αποφάσισε! |
μακιγιέρ, μακιγιέζnoun ([sb]: applies performers' cosmetics) |
νεσεσέρnoun (pouch for cosmetics) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ξεβάφομαιverbal expression (wipe off cosmetics) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You should always remove your make-up before you go to bed or you will get spots. Πρέπει πάντα να ξεβάφεσαι πριν πέσεις για ύπνο ειδάλλως θα βγάλεις σπυράκια. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του make up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του make up
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.