Τι σημαίνει το meter στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης meter στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meter στο Αγγλικά.

Η λέξη meter στο Αγγλικά σημαίνει μέτρο, μέτρο, μέτρο, μετράω, μετρώ, ιαμβικό μέτρο, κυβικό μέτρο, συσκευή για αλκοτέστ, μετρητής ηλεκτρικής κατανάλωσης, μετρητής, δείκτης ενέργειας, φωτόμετρο, μετρητής βενζίνης, βαρυτήμετρο, βαρυτόμετρο, γυναίκα αστυφύλακας υπεύθυνη για πρόστιμα παράνομης στάθμευσης, υπάλληλος που παίρνει μετρήσεις, δωμάτιο μετρητών, κυβικά μέτρα, συσκευή μέτρησης υγρασίας, μουσικό μέτρο, παρκόμετρο, μετρητής πε-χα, ποιητικό μέτρο, μετρητής σφράγισης αλληλογραφίας, ισχυόμετρο, ισχυόμετρο, βατόμετρο, τετραγωνικό μέτρο, ταξίμετρο, μετρητής νερού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης meter

μέτρο

noun (often plural (metric unit of length)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The small pool is only a couple of metres long.
Η μικρή πισίνα έχει μήκος μόνο κάνα δυο μέτρα.

μέτρο

noun (poem: rhythmic pattern of syllables) (ποίηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This poem is written in iambic meter.

μέτρο

noun (gauge, measuring instrument) (για μήκος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The meter shows that we've used too much electricity this month.
Ο μετρητής δείχνει ότι χρησιμοποιήσαμε υπερβολικό ρεύμα αυτό τον μήνα.

μετράω, μετρώ

transitive verb (often passive (measure using a meter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The water here is metered so we pay for however much we use.
Το νερό εδώ μετράται και έτσι πληρώνουμε για όσο χρησιμοποιούμε.

ιαμβικό μέτρο

noun (poetry, verse: iambic meter)

κυβικό μέτρο

noun (often plural (measure of volume: one metre cubed)

There are 1.3 cubic yards in a cubic meter.

συσκευή για αλκοτέστ

noun (informal (alcohol breath test)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετρητής ηλεκτρικής κατανάλωσης

noun (device that measures electricity use)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μετρητής, δείκτης ενέργειας

noun (gauge that measures energy used)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φωτόμετρο

noun (photography: measures light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μετρητής βενζίνης

noun (meter measuring gas used)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Your gas bill is calculated based on monthly readings of your gas meter.

βαρυτήμετρο, βαρυτόμετρο

noun (device for measuring gravity) (μετρητής βαρύτητας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυναίκα αστυφύλακας υπεύθυνη για πρόστιμα παράνομης στάθμευσης

noun (US or UK, dated (female traffic warden) (κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He ran to beat the meter maid to his illegally parked car.

υπάλληλος που παίρνει μετρήσεις

noun ([sb] who takes energy use information)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

δωμάτιο μετρητών

noun (room containing utility meters)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυβικά μέτρα

noun (Often in the plural. (metric measure: cubic metres)

συσκευή μέτρησης υγρασίας

noun (instrument that measures moisture levels)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The high reading on the moisture meter indicated that it would be another humid day.

μουσικό μέτρο

noun (rhythm pattern)

παρκόμετρο

noun (coin fed timer for parking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Audrey searched the bottom of her bag to find some coins for the parking meter.

μετρητής πε-χα

noun (device that measures acidity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The technician put the probe of the pH meter into the beaker of acid.

ποιητικό μέτρο

noun (poem: rhythm)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μετρητής σφράγισης αλληλογραφίας

noun (chiefly US, Can (postage machine) (αντί γραμματοσήμου)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ισχυόμετρο

noun (measures electricity supplied)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ισχυόμετρο

noun (measures electricity in a circuit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βατόμετρο

noun (measures bike rider's effort) (σε ποδήλατο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τετραγωνικό μέτρο

noun (usually plural (area of 1m x 1m)

My garden measures about 30 square meters.

ταξίμετρο

noun (counter in cab: calculates fare)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μετρητής νερού

noun (device that measures water used)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The man from the water company called to read the water meter this morning.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meter στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του meter

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.