Τι σημαίνει το pole στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pole στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pole στο Αγγλικά.
Η λέξη pole στο Αγγλικά σημαίνει κοντάρι, ραβδί, κοντάρι, πόλος, πόλος, πόλος, πόλος, προχωράω, προχωρώ, σπρώχνω, Πολωνός, Πολωνή, ιστός, διπολικός, καλάμι, Βόρειος Πόλος, κάνω pole dancing, pole dancing, χτύπημα του μπατόν, pole position, pole position, άλμα επί κοντώ, κάνω άλμα επί κοντώ, άλμα επί κοντώ, Πολικός Αστέρας, αστέρι του βορρά, πυξίδα, μπαστούνι του σκι, Νότιος Πόλος, κολόνα τηλεφώνου, μπανέλα, τοτέμ, μπατόν, τηλεφωνικός πυλώνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pole
κοντάρι, ραβδίnoun (long stick) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Natalie used a pole to knock the ball out of the tree. Η Νάταλι χρησιμοποίησε ένα ραβδί για να ξεκολλήσει την μπάλα από το δέντρο. |
κοντάριnoun (tall wooden or metal post) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The major ran the flag up the pole. Ο ταγματάρχης ανέβασε τη σημαία στον ιστό. |
πόλοςnoun (Earth's North or South extremity) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The Earth has two poles. Η Γη έχει δυο πόλους. |
πόλοςnoun (magnet) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A magnet has a north pole and a south pole. Οι μαγνήτες έχουν έναν βόρειο πόλο και έναν νότιο πόλο. |
πόλοςnoun (figurative (opinion: extreme end) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Extreme right and extreme left are the two poles of the political system. |
πόλοςnoun (battery) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A battery has a positive pole and a negative pole. |
προχωράω, προχωρώintransitive verb (move with aid of a pole) (με τη βοήθεια μπατόν) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The skier poled forward. |
σπρώχνωtransitive verb (push with a pole) (με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hilary poled the punt along the river. |
Πολωνός, Πολωνήnoun (Polish person) My brother married a Pole. |
ιστόςnoun (mast from which a flag is flown) (σημαία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The Girl Scouts raised the flag on the flagpole. |
διπολικόςadjective (electrical switch: has two poles) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Double-poled switches switch two different circuits with one lever. |
καλάμιnoun (rod used for angling) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Grab your fishing pole and we'll head to the river to catch some trout. |
Βόρειος Πόλοςnoun (Earth's northernmost point) |
κάνω pole dancingintransitive verb (dance erotically around pole) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
pole dancingnoun (dance performed round a pole) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χτύπημα του μπατόνnoun (action of touching ground with ski poles) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
pole positionnoun (starting place: front of the grid) (σε αγώνα αυτοκινήτων) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) In today's qualifying session, he earned pole position for tomorrow's big race. |
pole positionnoun (racing: inside track) |
άλμα επί κοντώnoun (type of sport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My favourite track and field event is the pole vault. |
κάνω άλμα επί κοντώintransitive verb (do this sport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He pole vaulted his way to an Olympic gold medal. |
άλμα επί κοντώnoun (sport: high jump using a pole) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The last event at the track meet was pole vaulting. |
Πολικός Αστέραςnoun (Polaris, North Star) (αστερισμός, μικρή άρκτος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αστέρι του βορράnoun (brightest star near celestial pole) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυξίδαnoun (figurative (guiding principle, leader) (μτφ: πρότυπο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπαστούνι του σκιnoun (one of two sticks used for skiing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Νότιος Πόλοςnoun (Earth's southernmost point) It was a race to see who could reach the south pole first. Only penguins live at the South Pole. Ήταν ένας αγώνας για να δουν ποιος θα μπορούσε να φτάσει πρώτος στο Νότιο Πόλο. Μόνο πιγκουίνοι ζουν στο Νότιο Πόλο. |
κολόνα τηλεφώνουnoun (structure supporting phone lines) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπανέλαnoun (post holding up a tent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τοτέμnoun (Native American tall wooden carving) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μπατόνnoun (walking stick used by hikers) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τηλεφωνικός πυλώναςnoun (telephone mast) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The utility pole fell over in the storm, cutting off the power. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pole στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του pole
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.