Τι σημαίνει το m στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης m στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του m στο Αγγλικά.

Η λέξη m στο Αγγλικά σημαίνει μ, Μ, Α, προ μεσημβρίας, προ μεσημβρίας, προμεσημβρινός, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, ΗΕΔ, χμ, εμ, είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι από, κατάγομαι από, φεύγω, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, συγγνώμη, κρίμα, Συλλυπητήρια, είμαι, φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι, αυτό φοβάμαι, είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι μέσα, αναλαμβάνω εγώ, συγγνώμη, λυπάμαι, κύριε δικαστά, μεταπτυχιακό, Μάστερ στις νομικές επιστήμες, τρόπος δράσης, εντολή πληρωμής, μεταπτυχιακό, πολυτιμότερος παίκτης, μ.μ., μ.μ., μετά μεσημβρίας, απογευματινός, σήμερα το απόγευμα, σήμερα το βράδυ, λέξεις ανά λεπτό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης m

μ

noun (written, invariable, abbreviation (meter) (μέτρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My height is 1.82m.

Μ

noun (13th letter of alphabet) (γράμμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I couldn't tell whether you said M or N.
Δε μπορούσα να καταλάβω αν είπες «Μ» ή «Ν».

Α

noun (abbreviation (male) (σντμ: άρρεν)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Put 'M' in the box next to 'Sex'.
Βάλε «Α» στο κουτί δίπλα στο «Φύλο».

προ μεσημβρίας

adverb (initialism (antemeridian: in the morning) (προφορικός λόγος, επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You have a 9:30 a.m. appointment with the doctor. // This nightclub is open until 3 am.
Αυτό το κλαμπ μένει ανοιχτό μέχρι τις 3 τα ξημερώματα.

προ μεσημβρίας

adverb (Latin (in the morning) (το πρωί)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

προμεσημβρινός

adjective (before noon)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverb (in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I'm concerned, that was the best film of the year.
Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverb (as for me, as regards me)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I'm concerned, I never want to eat another fried alligator steak.
Όσον με αφορά, δεν θέλω να φάω τηγανητή μπριζόλα αλιγάτορα ποτέ ξανά.

ηλεκτρομαγνητικό πεδίο

noun (initialism (electromagnetic field)

ΗΕΔ

noun (initialism (electromotive force) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χμ, εμ

interjection (indecision, concern) (αναποφασιστικότητα, ανησυχία)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

είμαι καλά

interjection (I am well)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'm fine! But how are you?
Είμαι καλά! Εσύ πως είσαι;

είμαι καλά

interjection (informal (I don't need anything)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'm fine, thanks! I've got everything I need.
Είμαι καλά, ευχαριστώ! Έχω όλα όσα χρειάζομαι.

είμαι από, κατάγομαι από

expression (my place of origin is)

I'm from Poland, though I've lived in London for more than ten years now.
Είμαι (or: κατάγομαι) απ' την Πολωνία, ωστόσο ζω στο Λονδίνο πάνω από δέκα χρόνια.

φεύγω

interjection (I am about to leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I know I'm late for lunch. I am going now!
Ξέρω πως έχω αργήσει για το μεσημεριανό, φεύγω τώρα!

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

interjection (informal (I am satisfied)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do you need anything? - No, I'm good.

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

interjection (I feel content or satisfied)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm happy to spend the holidays with my family this year.

συγγνώμη

interjection (apology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am sorry, I made a mistake.

κρίμα

interjection (I offer my sympathy)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Συλλυπητήρια

interjection (formal (condolences)

I'm sorry for your loss; your father will be missed by all who knew him.

είμαι

contraction (colloquial, abbreviation (I am)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm the best waiter in this restaurant.
Είμ' ο καλύτερος σερβιτόρος σε αυτό το εστιατόριο.

φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι

expression (regretfully)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm afraid I didn't do a very good job yesterday. I'm afraid I must go now.

αυτό φοβάμαι

interjection (yes, regretfully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Do I really have to take the test?" "I'm afraid so. It's compulsory."

είμαι καλά

interjection (slang (I am well)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"How are you?" "I'm good, thanks."
«Τι κάνεις;» «Είμαι καλά, ευχαριστώ.»

είμαι καλά

interjection (slang (I have, have had enough) (δεν θέλω άλλο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Would you like another slice of pizza?" "No thanks, I'm good."
«Θα ήθελες ακόμη ένα κομμάτι πίτσα;»«Όχι, ευχαριστώ, είμαι καλά.»

είμαι μέσα

expression (informal (willing to do [sth]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you want to go to the baseball game, I'm in.

αναλαμβάνω εγώ

expression (informal (I will do it)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When her boss asked if she would handle the pile of paperwork, June replied, "I'm on it!"

συγγνώμη

interjection (informal (I apologize)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm sorry for breaking your favorite lamp!
Συγγνώμη που έσπασα το αγαπημένο σας φωτιστικό!

λυπάμαι

interjection (informal (I offer my sympathy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I am sorry for your loss.
Λυπάμαι για την απώλειά σας.

κύριε δικαστά

noun (UK (judge: term of address) (προσφώνηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταπτυχιακό

noun (initialism (degree: Master of Arts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She received her MA in literature in 1997.

Μάστερ στις νομικές επιστήμες

noun (postgraduate legal degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Michael has a Master of Law from McGill University.

τρόπος δράσης

noun (informal, initialism (modus operandi: criminal's methods)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εντολή πληρωμής

noun (initialism (money order)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μεταπτυχιακό

noun (abbreviation (degree: Master of Philosophy)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

πολυτιμότερος παίκτης

noun (sports: most valuable player)

μ.μ.

adverb (initialism (post meridiem: in the afternoon) (σντμ: μετά μεσημβρίαν)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'll pick you up at 4 p.m.
Θα σε πάρω στις 4 μ.μ.

μ.μ.

adverb (initialism (post meridiem: in the evening) (σντμ: μετά μεσημβρίαν)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I like to be in bed by 9.30 PM.
Μου αρέσει να είμαι στο κρεβάτι στις 9.30 μ.μ.

μετά μεσημβρίας

adverb (Latin (in the afternoon, evening)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The meeting commenced at three o'clock, post meridiem.

απογευματινός

adjective (afternoon or evening) (απόγευμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σήμερα το απόγευμα

adverb (informal (this afternoon)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Let's take a walk in the park this p.m.

σήμερα το βράδυ

adverb (informal (this evening)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'll meet you at the bar this p.m.

λέξεις ανά λεπτό

plural noun (written, abbreviation (typing speed: words per minute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του m στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του m

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.