Τι σημαίνει το might στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης might στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του might στο Αγγλικά.

Η λέξη might στο Αγγλικά σημαίνει μπορεί, μπορώ, θα μπορούσα, δύναμη, ισχύς, μπορεί, μπορεί, μπορεί, μπορώ, μπορώ, ας, μπορεί, κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, γιατί να μην, θα μπορούσε, μπορεί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης might

μπορεί

auxiliary verb (expressing possibility)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I might go out on my bike today, but then again, I might not.
Μπορεί να πάω βόλτα με το ποδήλατο σήμερα, αλλά μπορεί και όχι.

μπορώ

auxiliary verb (asking permission)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Might I use your bathroom?
Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το μπάνιο σου;

θα μπορούσα

auxiliary verb (expressing annoyance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Well! You might have let me know sooner!
Ωραία! Ας με ειδοποιούσες νωρίτερα!

δύναμη, ισχύς

noun (strength, force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Possessing great might, the larger army was able to defeat the small militia.

μπορεί

auxiliary verb (contingency)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
We may have to take a later flight.
Μπορεί να χρειαστεί να πάρουμε επόμενη πτήση.

μπορεί

auxiliary verb (possibility)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It may rain today.
Μπορεί να βρέξει σήμερα.

μπορεί

auxiliary verb (opportunity)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I may be able to go to the beach this week.
Μπορεί να καταφέρω να πάω στη θάλασσα αυτήν την εβδομάδα.

μπορώ

auxiliary verb (permission)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yes, you may call me by my first name.

μπορώ

auxiliary verb (request: 1st person)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
May I have a drink, please?
Μπορώ να έχω ένα ποτό παρακαλώ;

ας

auxiliary verb (prayer, wish)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
May your children always be healthy and happy.
Μακάρι να είναι πάντα υγιή και ευτυχισμένα τα παιδια.

μπορεί

auxiliary verb (even though)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
She may well be your best friend, but she doesn't have the right to speak to you like that.
Μπορεί να είναι η καλύτερή σου φίλη, αλλά δεν έχει δικαίωμα να σου μιλάει έτσι.

κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι

(some people may imagine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It might be thought that the English are unfriendly, but they are just reserved.

γιατί να μην

verbal expression (have no reason not to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I might as well go with you.
Ας έρθω μαζί σου.

θα μπορούσε

verbal expression (would be the same)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It might as well be winter, with all this cold wet weather we're having.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι χειμώνας, με τόσο κρύο και υγρό καιρό.

μπορεί

verbal expression (expressing possibility)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Who knows? You might be right.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του might στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.