Τι σημαίνει το may στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης may στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του may στο Αγγλικά.

Η λέξη may στο Αγγλικά σημαίνει μπορεί, μπορεί, μπορεί, μπορώ, μπορώ, ας, μπορεί, Μάιος, όπως έχουν τα πράγματα, όπως θα ξέρετε, όπως ίσως ξέρετε, όπως και να 'χει, ότι και να γίνει, απρόσεκτος, επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση, ίσως να, μπορεί να, ας γίνει ό,τι θέλει, Πρωτομαγιά, ο Θεός μαζί σου, ας νικήσει ο καλύτερος, είναι πολύ πιθανό, γιατί να μην, θα μπορούσε, όπως και να 'χει, ακόμα κι έτσι, Προς κάθε ενδιαφερόμενο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης may

μπορεί

auxiliary verb (contingency)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
We may have to take a later flight.
Μπορεί να χρειαστεί να πάρουμε επόμενη πτήση.

μπορεί

auxiliary verb (possibility)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It may rain today.
Μπορεί να βρέξει σήμερα.

μπορεί

auxiliary verb (opportunity)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I may be able to go to the beach this week.
Μπορεί να καταφέρω να πάω στη θάλασσα αυτήν την εβδομάδα.

μπορώ

auxiliary verb (permission)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yes, you may call me by my first name.

μπορώ

auxiliary verb (request: 1st person)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
May I have a drink, please?
Μπορώ να έχω ένα ποτό παρακαλώ;

ας

auxiliary verb (prayer, wish)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
May your children always be healthy and happy.
Μακάρι να είναι πάντα υγιή και ευτυχισμένα τα παιδια.

μπορεί

auxiliary verb (even though)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
She may well be your best friend, but she doesn't have the right to speak to you like that.
Μπορεί να είναι η καλύτερή σου φίλη, αλλά δεν έχει δικαίωμα να σου μιλάει έτσι.

Μάιος

noun (5th month)

My cousin was born in May.
Η ξαδέρφη μου γεννήθηκε τον Μάιο.

όπως έχουν τα πράγματα

adverb (whatever the actual situation)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπως θα ξέρετε, όπως ίσως ξέρετε

expression (you probably already know this) (σε πολλούς ή ευγενικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπως και να 'χει

expression (despite [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The weather forecast says there will be heavy rain tomorrow. Be that as it may, we will not cancel the open-air concert.
Το δελτίο καιρού προβλέπει πολλές βροχές αύριο. Όπως και να 'χει, δεν θα ακυρώσουμε την υπαίθρια συναυλία.

ότι και να γίνει

adverb (whatever happens)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll remain happy come what may.

απρόσεκτος

adjective (informal (person, approach: reckless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση

noun (informal (recklessness)

ίσως να, μπορεί να

(it is possible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It may be that the weather will improve tomorrow.

ας γίνει ό,τι θέλει

expression (leave it to fate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm going to tell the boss the truth; let the chips fall where they may.

Πρωτομαγιά

noun (1st May: holiday)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Most of the world celebrates workers on May Day; the United States has Labor Day in September.

ο Θεός μαζί σου

expression (religious: blessing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ας νικήσει ο καλύτερος

interjection (before competition)

Good luck to all and may the best man win!

είναι πολύ πιθανό

verbal expression (might very possibly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They may well win the tournament.

γιατί να μην

verbal expression (have no reason not to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I might as well go with you.
Ας έρθω μαζί σου.

θα μπορούσε

verbal expression (would be the same)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It might as well be winter, with all this cold wet weather we're having.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι χειμώνας, με τόσο κρύο και υγρό καιρό.

όπως και να 'χει, ακόμα κι έτσι

interjection (even so)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Προς κάθε ενδιαφερόμενο

expression (formal, written (salutation in a letter) (επίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To whom it may concern, I am writing to express my dissatisfaction with my recent visit to your restaurant.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του may στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του may

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.