Τι σημαίνει το mirror στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mirror στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mirror στο Αγγλικά.

Η λέξη mirror στο Αγγλικά σημαίνει καθρέφτης, αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, καθρεφτίζω, καθρέφτης, καθρεφτίζομαι, καθρεφτίζω, σπασμένος καθρέπτης, κοίλο κάτοπτρο, κυρτό κάτοπτρο, θερμαινόμενος καθρέφτης, εναντιόμορφο είδωλο, καθρέπτης που απ' τη μια πλευρά λειτουργεί ως παράθυρο, καθρέφτης, καθρεφτάκι ξυρίσματος, πλαϊνός καθρέφτης, διπλός καθρέφτης, πλευρικός καθρέφτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mirror

καθρέφτης

noun (reflecting device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She carried a mirror in her purse so she could check her makeup.
Είχε έναν μικρό καθρέφτη στην τσάντα της για να μπορεί να ελέγχει το μακιγιάζ της.

αντανακλώ, αντικατοπτρίζω

transitive verb (figurative (follow same pattern) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The growth of city mirrored the growth of the country as a whole.
Η ανάπτυξη της πόλης αντανακλούσε (or: αντικατόπτριζε) την ανάπτυξη της χώρας στο σύνολό της.

καθρεφτίζω

noun (figurative (reflecting surface)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The lake's surface was a mirror in the afternoon sun.
Η επιφάνεια της λίμνης καθρέφτιζε στον απογευματινό ήλιο.

καθρέφτης

noun (figurative (representation) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His face was a mirror of her feelings.
Το πρόσωπό της ήταν καθρέφτης των συναισθημάτων της.

καθρεφτίζομαι

transitive verb (usu passive (reflect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She could see herself mirrored in the water.
Έβλεπε τον εαυτό της να καθρεφτίζεται στο νερό.

καθρεφτίζω

transitive verb (figurative (represent) (μεταφορικά, λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The characters in the novel mirror typical artists and politicians.
Οι χαρακτήρες στο μυθιστόρημα καθρεφτίζουν τυπικές προσωπικότητες της τέχνης και της πολιτικής.

σπασμένος καθρέπτης

noun (mirror: damaged glass)

A common superstition is that a broken mirror brings seven years of bad luck.
Μια κοινή δεισιδαιμονία είναι ότι ο σπασμένος καθρέφτης φέρνει επτά χρόνια γρουσουζιάς.

κοίλο κάτοπτρο

noun (curves inward)

Most large astronomical telescopes use a concave mirror to bring the light to a focus.
Τα περισσότερα αστρονομικά τηλεσκόπια χρησιμοποιούν κοίλα κάτοπτρα προκειμένου να συγκεντρώσουν το φως.

κυρτό κάτοπτρο

noun (mirror: curves outward)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θερμαινόμενος καθρέφτης

noun (mirror with an inbuilt heater)

εναντιόμορφο είδωλο

noun ([sth] seen reversed)

A beautiful mirror image of the landscape was reflected in the still lake.

καθρέπτης που απ' τη μια πλευρά λειτουργεί ως παράθυρο

noun (mirror which functions as a window on one side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There was a one-way mirror in the interview room so that the detectives could watch the questioning unobserved by the suspect. The police observed the suspect through a one-way mirror.

καθρέφτης

noun (vehicle: mirror showing view behind) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Good drivers regularly check their rearview mirrors to see what's happening behind them.

καθρεφτάκι ξυρίσματος

noun (small adjustable mirror)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't stand those shaving mirrors that magnify your face.

πλαϊνός καθρέφτης

noun (wing mirror on a vehicle) (όχημα)

διπλός καθρέφτης

noun (mirror with window on reverse)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλευρικός καθρέφτης

noun (small mirror at either side of a vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mirror στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.